Ας μου συγχωρεθεί στο σημερινό κείμενο η αυξημένη ευαισθησία και, γιατί όχι, ο συναισθηματισμός. Επί εξήντα χρόνια είμαι δάσκαλος, η βιογραφία μου, θα έλεγα, είναι οι μαθητές μου, πολλούς από τους οποίους συναντώ και σήμερα, πράγμα βεβαίως που σημαίνει πως ο ομφάλιος λώρος δεν έχει κοπεί.
Είναι λοιπόν φυσικό και ως εκ τούτου και λογικό (αλίμονο αν κάθε λογικό δεν πήγαζε από τη φύση) να συγκινούμαι κάθε φορά που είτε σε πεζό, είτε σε ποιητικό, είτε σε θεατρικό κείμενο, συχνά σε αυτοβιογραφική κατάθεση έρχομαι σε επαφή και συνάφεια με γεγονότα ή εξομολογήσεις σχετικές με τη σχέση μαθητή και δασκάλου. Δυστυχώς ο τρόπος που οργανώσαμε τη ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει αμβλύνει αυτή την ιερή σχέση, έχει αντικαταστήσει την αγαπητική προσέγγιση συχνά με ψυχρό επαγγελματισμό και όχι σπάνια με αδιαφορία και, δυστυχώς, με εχθρότητα, αντιπαράθεση, άρνηση και κατάργηση.
Είχα την ευτυχία να έχω παππού δάσκαλο, πατέρα καθηγητή, γυναίκα καθηγήτρια, αδελφούς καθηγητές και συχνά-πυκνά στις αφηγήσεις μου και στις αφηγήσεις μας για μαθητές μας μιλάμε, για μαθητές μας καμαρώνουμε, και μαθητές μας γνοιάζονται για την υγεία μας και τις δύσκολες ροπές του βίου.
Οταν κηδεύαμε τον πατέρα μου εμφανίστηκε απροσδόκητα στην εκκλησία ο παλαιός μαθητής του στην επαρχία την Κατοχή, τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ζήτησε να εκφωνήσει τον επικήδειο!!
Εκτός από τους γονείς μου οφείλω την όποια λογοτεχνική μου πορεία σ’ έναν δάσκαλο στο δημοτικό που σε ηλικία 12 χρονών έβγαλε μαζί με άλλους συμμαθητές μου σε βιβλίο τα λογοτεχνικά μας πρωτόλεια.
Ιδού γιατί κάθε φορά που βρίσκομαι εκ των πραγμάτων να κρίνω κείμενα ή παραστάσεις που αναφέρονται σε σχέσεις δασκάλου – μαθητή παραλύει η κριτική μου ιδιότητα και επικρατεί η συγκίνηση και η παράδοση στη συναισθηματική επικράτεια.
Πάντα με ενθουσίαζε η εικόνα σε αρχαία επιτύμβια γλυπτά δίπλα στο νεκρό παιδάκι ή έφηβο η παρουσία του γέροντα παιδαγωγού του. Εξάλλου και στις ελληνικές τραγωδίες η σχέση ήρωα και παιδαγωγού εκτός από ιερή είναι από τις σκηνικές αποδόσεις η πλέον συναισθηματικά φορτισμένη.
Οταν ο μηνίων Αχιλλεύς είχε αποχωρήσει από τη μάχη στην Τροία χολωμένος από τη συμπεριφορά του Αγαμέμνονος και έχουν απορριφθεί από τον ήρωα όλες οι πρεσβείες για να τον μεταπείσουν, επιστρατεύεται ο παιδαγωγός του!
Στην Κατοχή όταν οι κατακτητές κατέλαβαν γυμνάσιο κωμόπολης, ύστερα από καταγγελία έλληνα προδότη ότι στο σχολείο οργανώνονταν ομάδες αντίστασης, συγκέντρωσαν στην αυλή καθηγητές και μαθητές και με μυδράλιο τους εκτέλεσαν. Οι θρηνούντες κάτοικοι φτάσανε στην αυλή του γυμνασίου και αντίκρισαν μαθητές να έχουν ξεψυχήσει αγκαλιασμένοι με τον καθηγητή τους. Ειδοποίησα από την αρχή αυτού του κειμένου ότι όταν έχω να αντιμετωπίσω στο θέατρο ανάλογες σχέσεις δασκάλων – μαθητών παραιτούμαι από κάθε κριτική διάθεση.
Οταν όμως η μιμητική πράξη και η δεξιοτεχνία του συγγραφέα έχουν εκτός από τη συγκινητική πρόθεση και καλλιτεχνική ποιότητα τότε η κριτική μου απογειώνεται. Και ζητώ την κατανόησή σας.
Στο θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης στο γνωστό κομψό ημιυπόγειο με πράγματι έως τώρα ποιητική πορεία στη θεατρική μας ιστορία, τώρα παίζεται ένα έξοχο έργο. Πρόκειται για τη διασκευή σε θεατρική δράση ενός πεζού κειμένου που μετέφρασε ο Ζαφείρης Χαϊτίδης αλλά το απέδωσαν και το διασκεύασαν για τη σκηνή του συγκεκριμένου θεάτρου ο πρωταγωνιστής Γρηγόρης Βαλτινός και ο σκηνοθέτης της παράστασης Νικορέστης Χανιωτάκης. Συγγραφείς είναι ο Τζέφρι Χάτσερ και ο Μιτς Αλμπομ. Οι πληροφορίες μας μάς βεβαιώνουν πως η ιστορία του έργου είναι η πραγματική προσωπική σχέση του Αλμπομ με τον δάσκαλό του που την δημοσίευσε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον μέντορά του. Ο δάσκαλος ονομάζεται Μόρι. Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Χάρβαρντ συνδέεται με έναν ανοιχτό στην ανθρώπινη επικοινωνία φοιτητή του. Η σχέση είναι ισορροπημένη με αμοιβαίες υποχωρήσεις ανάμεσα σε διαφορετικά σχέδια βίου αλλά και με διαφορετικές αξίες πολίτες. Εδώ ας σταθώ για να προσπαθήσω να εξηγήσω τη σχέση δασκάλου – μαθητή – φοιτητή κυρίως. Υπάρχει όντως διαφορά διότι ο φοιτητής είναι ήδη αρκετά διαμορφωμένη και βιολογικά αλλά και ιδεολογικά προσωπικότητα.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου εκ των πραγμάτων έχει συγκροτήσει την προσωπικότητά του μέσα από μια πολυδαίδαλη διαδικασία ελέγχων, δοκιμασιών, πιθανών συμβιβασμών αποτέλεσμα ιδεολογικών, ταξικών, επαγγελματικών, ηθικών και, γιατί όχι, αισθητικών συγκρούσεων. Ο φοιτητής που μάλιστα έχει γίνει δεκτός από το πρώτο, μάλλον, πανεπιστημιακό ίδρυμα του πλανήτη διαθέτει προσόντα αναμφισβήτητα αφού έχει υποστεί δοκιμασίες υψίσυχνες, πλούσιες και φιλόδοξες.
Στο έργο που μας απασχολεί ας μη μας διαφεύγει ότι ο καθηγητής διδάσκει Κοινωνιολογία, μια μόλις ενός αιώνα νέα επιστήμη που εντάσσεται στις ανθρωπιστικές αλλά στις τεχνικές της χρησιμοποιεί μεθοδικά μετρήσιμα μεγέθη, αλγορίθμους, μαθηματικά μοντέλα και πληροφορίες που ανάγονται σε ψυχολογικά, οικονομικά, ιδεολογικά, θρησκευτικά, τεχνολογικά και ηθολογικά δεδομένα.
Ας μη λησμονούμε πως το θεμελιώδες κοινωνιολογικό έργο του 20ού αιώνα έχει περιεχόμενο που ανάγει τον καπιταλισμό στην προτεσταντική ηθική!!
Αρα το έργο που μας απασχολεί δεν είναι απλώς τυπική ή επιλεκτική σχέση ενός δασκάλου Κοινωνιολογίας με τον φοιτητή του, ο καθένας από τους δύο φέρει στη σχέση τις συνισταμένες του ψυχολογικές, συναισθηματικές ιδιαιτερότητες, ιδεολογικά προτάγματα, ακόμη και ερωτικά σύνδρομα.
Το έργο όμως είναι σοφά δομημένο όχι στη σχέση όταν πρωτοδημιουργείται. Αφού τελείωσε η ακαδημαϊκή επαφή δασκάλου – φοιτητή, οι δρόμοι χωρίστηκαν και ο καθένας ακολούθησε την καριέρα του. Επανασυνδέονται ύστερα από δεκαέξι χρόνια, όταν ο δάσκαλος ήδη είναι συνταξιούχος και βαριά άρρωστος από μια νευρολογική προϊούσα παράλυση.
Ο συγγραφέας Αλμπομ που σχεδόν αυτοβιογραφείται με τον συνεργάτη του έχουν δομήσει τη σκηνική αφήγηση σε σκηνές, όπου σε καθεμιά ο άρρωστος δάσκαλος έχει χάσει κάτι από τη σωματική του ισχύ και οδεύει προς το τέλος, από τη χωλότητα, στο μπαστούνι, στο πι και στην κατάκλιση. Χωρίς να απουσιάζει από τον εμπνευσμένο δάσκαλο ούτε το χιούμορ (το έργο είναι διάσπαρτο από ευφυές χιούμορ, αυτοσαρκασμό ακόμα και από… όρεξη ζωής).
Για να το πω αλλιώς. Ο δάσκαλος συνεχίζει να διδάσκει, να διδάσκει ζωή, ελπίδα, αισιοδοξία, ευαισθησία, καρτερία. Διδάσκει την ουσία της επιστήμης του, πώς δηλαδή ένας άνθρωπος αντλεί γνώσεις από την ιστορία της κοινωνικής συμβίωσης για να συγκροτήσει την κοινωνική του οντότητα, άρα να δικαιώσει την πορεία του ανθρώπου που έκανε τα τέσσερα πόδια δύο, τα χέρια εργαλεία, το μυαλό δημιουργό νέων μορφών, θεσμών και εργαλείων. Ενα έργο μάθημα βαθύ για την ευλογία να είμαστε άνθρωποι, συνάνθρωποι, αλληλέγγυοι, υπεύθυνοι πολίτες.
Ενα μεγάλο μάθημα Παιδείας. Αλήθεια, παίρνουν είδηση εκεί στο υπουργείο Παιδείας την ευκαιρία που δίνεται σε δασκάλους και μαθητές να έρθουν σε επαφή με το μεγάλο ανθρωπιστικό μάθημα αυτού του έργου;
Αλλά πέρα από το ίδιο το κείμενο και το μήνυμά του έχουμε μια συνταρακτική παράσταση.
Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης διαχειρίστηκε αυτή την πολυσήμαντη ανθρώπινη σχέση με έξοχους ρυθμούς, σημαίνουσες παύσεις, χιούμορ και, κυρίως, με παιγνιώδη τρόπο ώστε το δύσκολο πρόβλημα, η πορεία προς τον θάνατο να είναι, όχι απλώς ανεκτή αλλά αισθητικά και συναισθηματικά ΩΡΑΙΑ.
Ο Γιάννης Σαρακατσάνης (μαθητής) λιτός, λυμένος, δοτικός και δοσμένος, αφηγητής και αφηγούμενος λάμπει.
Αλλά η ερμηνεία του Γρηγόρη Βαλτινού εγγράφεται στις σημαντικές σελίδες της υποκριτικής μας ιστορίας. Σπάνια χαιρόμαστε μια ερμηνεία που δεν φυσιούται, δεν κραυγάζει, δεν υπεραίρεται. Υποκριτικός ΑΔΑΜΑΣ.