«Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς μπορεί κάποιος να γίνει σκηνοθέτης χωρίς πρώτα να μάθει την τέχνη της κινηματογραφίας. Αν για κάτι ήμουν πολύ χαρούμενος, όταν αργότερα άρχισα να σκηνοθετώ, αυτό ήταν ότι δεν θα βρισκόμουν ποτέ “αιχμάλωτος” στα χέρια κάποιου κινηματογραφιστή με την ελπίδα ότι εκείνος θα έκανε καλά κάτι που εγώ δεν μπορούσα. Ομως ήμουν σε θέση να ξέρω τι κάνει, να συζητήσω μαζί του για το πώς θα φαινόταν η σκηνή που γυρίζαμε. Υπήρξα με έναν τρόπο τυχερός που δεν πήγα σε σχολή κινηματογράφου και τα έμαθα όλα αυτά την ώρα της δουλειάς».

Στην μακρόχρονη καριέρα του ο σκηνοθέτης Νίκολας Ρεγκ, ο οποίος πέθανε την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 90 ετών, είχε δουλέψει σε πολλούς τομείς του κινηματογράφου, πάντα πίσω από τον φακό της κινηματογραφικής μηχανής. Και πράγματι, έμαθε το σινεμά τόσο καλά από «μέσα», που θα μπορούσες να πεις ότι η παρουσία του στη σκηνοθεσία, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 γύρισε την πρώτη ταινία του, το ψυχεδελικό φιλμ «Performance» με πρωταγωνιστή τον Μικ Τζάγκερ, ήταν μια φυσική απόρροια των 23 χρόνων του στον κινηματογράφο που είχαν προηγηθεί.

Η ωριμότητα και σιγουριά της ματιάς του Νίκολας Ρεγκ ως σκηνοθέτη, σε συνδυασμό με μια εντελώς προσωπική, ανορθόδοξη τεχνική στην αφήγηση – στην οποία ο χρόνος, πολύ συχνά γινόταν ο σιωπηλός πρωταγωνιστής – υπήρξε το σήμα κατατεθέν του. Ο Ρεγκ τεμάχισε με δεξιοτεχνία τον χρόνο, κάτι που φαίνεται τόσο στο μεταφυσικό θρίλερ «Μετά τα μεσάνυχτα» (από το διήγημα της Δάφνης ντι Μοριέ), στο οποίο η Τζούλι Κρίστι και ο Ντόναλντ Σάδερλαντ «καταδιώκονται» από το φάντασμα του νεκρού παιδιού τους, όσο και στο ερωτικό δράμα «Η δύναμη της σάρκας» που (ας μου επιτραπεί) βρίσκεται στην τριάδα των πιο αγαπημένων ταινιών μου στην Ιστορία του σινεμά.

ΜΟΝΤΕΡ ΣΤΑ 19. Γεννημένος στο Λονδίνο το 1928, ο Νίκολας Ρεγκ σε ηλικία 19 χρονών μάθαινε την τέχνη του μοντάζ. Αργότερα έγινε χειριστής κινηματογραφικής μηχανής και από εκεί εξελίχθηκε σε διευθυντή φωτογραφίας. Η φωτογραφία των ταινιών «Φαρενάιτ 451» του Φρανσουά Τριφό, «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» του Τζον Σλέσιντζερ και «Πετούλια» του Ρίτσαρντ Λέστερ είναι δική του και θα είχε επίσης διευθύνει τη φωτογραφία στον «Λόρενς της Αραβίας» αν δεν είχε δημιουργικές διαφωνίες με τον σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιν που τον αντικατέστησε με τον Φρέντι Γιανγκ. Εν τέλει, στην εν λόγω ταινία, ο Ρεγκ υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη.

Το 1976 ο Νίκολας Ρεγκ γύρισε την πιο παράξενη, μα και πιο διάσημη ταινία του, τον «Ανθρωπο που έπεσε στη γη», μια ψυχεδελική ματιά πάνω στην εποχή της (δεκαετία του 1970) και το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ντέιβιντ Μπόουι έκανε αυτή την αίσθηση ακόμα πιο έντονη. Η πιο δημιουργική περίοδος του Ρεγκ ήταν η δεκαετία του 1970. Στην αμέσως επόμενη δεκαετία οι ταινίες του έγιναν ακόμα πιο απαιτητικές και παράξενες, δύσκολες να επικοινωνήσουν με το μεγάλο κοινό. Σε αρκετές («Εύρηκα», «Track 29», «Μια νύχτα με τη Μέριλιν») πρωταγωνίστρια ήταν η δεύτερη γυναίκα του, η αμερικανίδα ηθοποιός Τερέζα Ράσελ, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά μετά την πρώτη συνεργασία τους στη «Δύναμης της σάρκας». Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, ενώ είχε άλλα τέσσερα με την πρώτη γυναίκα του, τη βρετανίδα ηθοποιό Σούζαν Στέφεν.