Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις πρέπει να προκάλεσαν στην κυβέρνηση μεγαλύτερους πονοκεφάλους από αυτούς που της προκαλεί η κριτική της αντιπολίτευσης. Ενα μεγάλο μέρος του κόσμου ούτε άκουσε τη θριαμβολογία στην κατάθεση του προϋπολογισμού, ούτε εντυπωσιάστηκε από τις διακηρύξεις για προσλήψεις στο Δημόσιο, ούτε ενθουσιάστηκε με τις εξαγγελίες για μη περικοπή των συντάξεων, ούτε φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη μοιρασιά ενός μέρους του υπέρογκου πλεονάσματος με τη μορφή επιδομάτων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί έχει μάτια και βλέπει. Και κυρίως θυμάται καλά όλες τις πρόσφατες περιπέτειες.
Από την Παρασκευή 23 Απριλίου του 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου με φόντο το ακριτικό Καστελλόριζο ανακοίνωσε την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης βάζοντας τη χώρα στην εποχή των Μνημονίων, δεν έχουν περάσει ούτε οκτώ χρόνια: όλα έγιναν σαν χθες. Την επόμενη μέρα εκείνης της Παρασκευής στη χώρα δεν άλλαξε τίποτα. Ο κόσμος ήπιε κανονικά καφέ στις πλατείες, οι οικογένειες κάνανε τις βόλτες τους, στο τέλος του μήνα όλοι πληρωθήκανε τους μισθούς τους. Αλλά ένα χρόνο αργότερα όλοι είχαν καταλάβει πως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο και κατά πώς αποδεικνύεται οι πιο πολλοί άρχισαν να κατανοούν τι σημαίνει κρίση των τραπεζών, spread, αδυναμία δανεισμού από τις αγορές, ελλείμματα, κουρέματα, ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου κ.τ.λ. Οκτώ χρόνια αργότερα το μάθημα κατανόησης απλών οικονομικών στοίχισε μεν πολύ, πλην όμως έχει γίνει κατανοητό σε μια μεγάλη μερίδα του κόσμου. Η πρόσβαση στις αγορές χρειάζεται για να μπαίνει ζεστό χρήμα: χωρίς αυτό ανάπτυξη δεν υπάρχει. Το spread πρέπει να είναι χαμηλό για να μπορεί το κράτος να δανείζεται, ώστε να πληρώνει τις ανάγκες του, αλλά και να τρέχει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που δίνει σε κόσμο δουλειά. Οι τράπεζες πρέπει να είναι υγιείς γιατί χωρίς αυτές είναι δύσκολη υπόθεση και οι ιδιωτικές επενδύσεις. Αν ο μηχανισμός δεν λειτουργεί, η οικονομία σέρνεται. Η αγορά βουλιάζει, η παραγωγή πέφτει και μαζί και η κατανάλωση, οι άνεργοι αυξάνονται κι ακόμα κι όσοι βρίσκουν μια θέση στο Δημόσιο παίρνουν μισθούς αστείους. Κυρίως, όταν ο μηχανισμός δεν λειτουργεί, η αβεβαιότητα μεγαλώνει κι αυτή στραγγαλίζει τους πάντες: κανείς δεν είναι σίγουρος για το τι του ξημερώνει, κι αυτό κυρίως είναι το χαρακτηριστικό της κρίσης. Ο,τι άλλο συμβαίνει, αν ο μηχανισμός δεν λειτουργεί, έχει μικρή σημασία. Επιδόματα είχε μοιράσει πριν από το Καστελλόριζο κι ο Γιώργος Παπανδρέου. Διορισμούς έκαναν και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ όταν κυβέρνησαν. Αυξήσεις σε συντάξεις δίνανε οι πάντες: ποιος δεν θέλει ευτυχισμένους τους συνταξιούχους; Αλλά όλα αυτά δεν μας γλίτωσαν από την κρίση – ίσα ίσα.
Ο κόσμος κατάλαβε ότι η κρίση δεν είναι θεωρία και πως η έξοδος από αυτή δεν έρχεται με την κατάργηση του Μνημονίου με έναν νόμο και ένα άρθρο – ούτε καν με το τέλος του όποιου προγράμματος. Το τέλος της κρίσης έρχεται όταν στις αγορές τα ελληνικά ομόλογα θεωρούνται ασφαλέστατη επένδυση, όταν ο δανεισμός της χώρας γίνεται εξαιρετικά φθηνός, όταν εμφανίζονται επενδυτές που δίνουν δουλειές, όταν ο εργαζόμενος έχει χρήματα στην τσέπη του από τη δουλειά του κι όχι από τη φιλανθρωπία του κράτους που πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται ένα προβάδισμα της ΝΔ – είναι δευτερεύον ζήτημα. Αυτό που καταγράφεται κυρίως είναι η απογοήτευση του κόσμου όπως προκύπτει εξαιτίας της βεβαιότητάς του ότι επαναλαμβάνοντας ακριβώς τις ίδιες κινήσεις θα φτάσεις στο ίδιο οδυνηρό πρόβλημα. Ο κόσμος δεν νοσταλγεί το παρελθόν. Απλά δείχνει να θέλει να τιμωρήσει όσους δεν θέλουν να καταλάβουν το σκληρό μάθημα κοροϊδεύοντάς τον με μικροπαροχές, ενώ τα spread θυμίζουν χειμωνιάτικα μέρες Καστελλόριζου…