Είμαι ακατάλληλο, ίσως, πρόσωπο να μιλήσω για τον Νίκο Καββαδία. Γιατί τον γνώρισα σε ακατάλληλη ηλικία. Θα ήμουν γύρω στα δέκα, άντε έντεκα. Μου διάβαζε τα ποιήματά του ο παππούς μου γιατί είχαν ωραίες λέξεις που περιέγραφαν συναισθήματα, πολύ οικεία σε εμάς που μεγαλώσαμε σε λιμανίσιο νησί («Το βράδι σου ‘πα στο καμπούνι μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα, τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα κι όλο μουρμούριζες βραχνά: “φάλτσο η πορεία”» – Cambay’s water). Και σιγά σιγά άρχισαν να μετατρέπουν, εντός μου, σε ποίηση αυτή τη μελαγχολία που ψυχανεμιζόμουν στα ματιά των παιδιών, οι πατεράδες των οποίων έλειπαν στα μπάρκα που και τα ίδια ονειρεύονταν («Θυμάσαι που ταξίδια ονειρευόμουνα κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα κι όλο η μητέρα μού ‘λεγε: Το Μάρτη» – Γράμμα ενός αρρώστου).
Από τότε ο «Κόλιας» εγκαταστάθηκε εντός μου. Και τα βιβλία του μόνιμα δίπλα στα κρεβάτι μου. Για να συμφιλιώνομαι τις λευκές μου νύχτες με την ουτοπία των ταξιδιών που δεν πρόλαβα να κάνω («Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν, μες στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες. Το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν, είν’ ένα πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες» – Καφάρ). Και μετά η ζωή με ευλόγησε και γνώρισα ανθρώπους που τον ήξεραν. Οπως τη Μαρίνα Καραγάτση που της είχε τάξει ότι θα της φέρει μια μαϊμού και κάθε φορά που, κοριτσάκι τότε εκείνη, άκουγε ότι έρχεται στο σπίτι τους ο Κόλιας, έτρεχε στο παράθυρο μήπως και της έφερε επιτέλους τη μαϊμού. Ως έναν μάλλον μελαγχολικό άνθρωπο τον θυμάται. Οπως οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε στην Πικρία, τρεις μόλις μέρες πριν πεθάνει: «Γέρο, σού πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, δυο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι. Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια».