Με «πυξίδα» μια σειρά από ουσιαστικές έννοιες που προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όλο και περισσότερα δικαστήρια δικαιώνουν εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους ως προς το μείζον ζήτημα της επιστροφής των κομμένων δώρων. Δικαστικοί σχηματισμοί ανά την Ελλάδα, σε επίπεδο Διοικητικών Δικαστηρίων και Ειρηνοδικείων, με μια σειρά αποφάσεων έχουν ανοίξει τον δρόμο για την επιστροφή των ψαλιδισμένων δώρων. Ωστόσο, λόγω των ενδίκων μέσων που έχει ασκήσει το Ελληνικό Δημόσιο, τον τελευταίο και πλέον καθοριστικό ρόλο θα έχει με τις αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Εν αναμονή των κρίσιμων αυτών αποφάσεων, επί προσφυγών που έχουν συζητηθεί στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, «ΤΑ ΝΕΑ» επισκοπούν αποφάσεις κατώτερων μεν δικαστηρίων, που ακολουθώντας τα ίχνη της παλαιότερης απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ έχουν δικαιώσει διάφορες κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων σε σχέση με το φλέγον ζήτημα της επιστροφής των δώρων. Συγκεκριμένα, δικαστικές αποφάσεις αναφέρουν μεταξύ άλλων τα εξής:
– Δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων που συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, όπως είναι η δραματική επιδείνωση συνθηκών διαβίωσης και η συρρίκνωση διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, για να εξυπηρετηθεί μονομερώς ορισμένος οικονομικός σκοπός, έστω και δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν ταυτίζεται με το αμιγώς δημοσιονομικό.
Ο νομοθέτης έχει καταρχήν να επιβάλει, χάριν κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, εφόσον έχουν περιορισμένη διάρκεια, είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν, είναι επαρκώς αιτιολογημένες και κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών, των απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Η Συνταγματική αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εκ της οποίας απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον «καθένα», ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο
που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών.
– Η ολοσχερής κατάργηση των επιδομάτων δεν είναι συμβατή με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ θίγει τον πυρήνα του οικείου περιουσιακού δικαιώματος που παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας των περιουσιακής φύσεως δικαιωμάτων και συγχρόνως παραβιάζεται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση των οικονομικώς ασθενέστερων τάξεων (άρθρο 2 παρ. 1 του Συν/τος) και παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας και της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών ειδικότερα.
– Οι ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 (οι οποίες αφορούν την κατάργηση επιδομάτων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα) αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικότερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις, καθ’ ο μέρος προβλέπουν πλήρη κατάργηση των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, διότι δεν πλήττουν, κατ’ αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους υψηλόμισθους υπαλλήλους αφενός και τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους αφετέρου. Είναι, κατόπιν των ανωτέρω, νόμιμος ο λόγος της αγωγής περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας και, ειδικότερα, της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος).
– Σε άλλη απόφαση επισημαίνεται ότι η εφαρμογή του νόμου που εκπληρώνει το δημόσιο συμφέρον με επέμβαση στο δικαίωμα της περιουσίας επιφέρει υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας, ανατρέποντας τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων. Πάντως, παρ’ όλο που το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν περιορίζει την ελευθερία του κράτους να επιλέξει τη μορφή ή τα ποσά των συνταξιοδοτικών παροχών που χορηγεί στο πλαίσιο του καθεστώτος της κοινωνικής ασφαλίσεως, είναι εντούτοις σημαντικό να επιβεβαιώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον το δικαίωμα του συνταξιούχου στη λήψη της χορηγούμενης συνταξιοδοτικής παροχής παραβιάστηκε με τέτοιον τρόπο που οδηγεί σε βλάβη της ουσίας του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος. Στο σημείο αυτό η δικαστική απόφαση επικαλείται σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).