Στο ντοκιμαντέρ «Μια ταινία, μια εποχή… Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» της Κατρίν Αλεγκρέ, η Μαρία Σνάιντερ υποστηρίζει ότι ο ιταλός σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και ο Μάρλον Μπράντο την είχαν «παγιδέψει» στα γυρίσματα της ταινίας «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι», την οποία φάνηκε να μισεί. Δεν την είχαν ενημερώσει για τη βιαιότητα της περίφημης σκηνής «με το βούτυρο», στην οποία ο ήρωας του Μπράντο κάνει παρά φύση έρωτα με την ηρωίδα τής Σνάιντερ. Στην εποχή του (1972) το «Ταγκό» χαρακτηρίστηκε άσεμνο και προσβλητικό, η προβολή του απαγορεύτηκε από τα δικαστήρια στην Ιταλία, ενώ λέγεται ότι ο Μπερτολούτσι, που για αυτή την ταινία προτάθηκε για Οσκαρ σκηνοθεσίας, για ένα διάστημα έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα. Εχουν άραγε σημασία τελικά όλα αυτά; Καμία. Με αυτή την αμφιλεγόμενη ταινία ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο οποίος πέθανε στις 26 Νοεμβρίου σε ηλικία 77 ετών, ταλαιπωρημένος από σοβαρά προβλήματα υγείας, είχε ήδη γράψει κινηματογραφική ιστορία. Ενα μέρος της κριτικής το λάτρεψε, σε άλλους προκάλεσε το μένος – πάντως το «Ταγκό» έγινε σημείο αναφοράς και συζητιέται ακόμα και σήμερα.
Η ιστορία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αρχίζει πολλά χρόνια πριν από αυτή την ταινία, την οποία – ας σημειωθεί – γύρισε σε ηλικία μόλις 31 ετών και έχοντας ήδη έξι (!) μεγάλου μήκους στο ενεργητικό του! Γιος του ποιητή Ατίλιο Μπερτολούτσι, ο οποίος είχε εργαστεί επίσης ως σεναριογράφος και κινηματογραφικός κριτικός, ο Μπερνάρντο ακολούθησε αρχικώς τα λογοτεχνικά βήματα του πατέρα του. Παράλληλα με την σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και πριν καν αρχίσει να τον απασχολεί η σκηνοθεσία κινηματογραφικών ταινιών, υπήρξε κατ’ αρχάς ποιητής και λογοτέχνης. Μάλιστα, ως ποιητής ήταν αρκετά γνωστός καθότι το 1960 βραβεύθηκε στη χώρα του.
Η στροφή του προς τον κινηματογράφο έγινε όταν χάρη στη μεσολάβηση του πατέρα του ο Μπερτολούτσι γνωρίστηκε με τον αιρετικό σκηνοθέτη, συγγραφέα και διανοούμενο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ηταν βοηθός του Παζολίνι στην πρώτη του ταινία, το «Ακατόνε», ένα φιλμ που προκάλεσε οργή στους νεοφασίστες της Ιταλίας, οι οποίοι επετίθεντο στο κοινό βανδαλίζοντας τις αίθουσες που την πρόβαλλαν. Δύο χρόνια αργότερα, στα 22 του, ο Μπερτολούτσι σκηνοθέτησε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τον «Βίαιο θάνατο». Συν-σεναριογράφος εδώ με τον Παζολίνι (σε ιστορία του οποίου η ταινία είναι βασισμένη), ανιχνεύει την προσπάθεια της αστυνομίας να εξιχνιάσει την υπόθεση δολοφονίας μιας γυναίκας ανακρίνοντας τους βασικούς υπόπτους. Η αρχή μιας σπουδαίας καριέρας στη σκηνοθεσία είχε γίνει.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησής του (για ένα διάστημα ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας), οι ταινίες του Μπερτολούτσι ήταν αυστηρά πολιτικές: «Πριν από την επανάσταση», «Ο σύντροφος», «Η στρατηγική της αράχνης» (μάλιστα, ο «Σύντροφος» διανεμήθηκε το 1968, την ίδια χρονιά που ο Μπερτολούτσι συνεργάστηκε με τον Σέρτζιο Λεόνε στο στήσιμο της ιστορίας του κλασικού γουέστερν σπαγγέτι «Κάποτε στη Δύση»).
Με τον «Κομφορμίστα», το 1970, ο Μπερτολούτσι παρουσίασε τη στόφα ενός μεγάλου καλλιτέχνη, μια γοητευτική στην όψη, πραγματικά σπουδαία κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Αλμπέρτο Μοράβια. Με αυτή την ταινία ο Μπερτολούτσι έφτασε για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, των βραβείων που αργότερα θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην καριέρα του. Ο «Κομφορμίστας» προτάθηκε για το Οσκαρ σεναρίου βασισμένου σε ξένο υλικό – γραμμένο φυσικά από τον Μπερτολούτσι.
Από το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» μέχρι τη μεγαλύτερη επιτυχία του, τον «Τελευταίο αυτοκράτορα», πέρασε μια περίοδο δημιουργικής κρίσης, οι ταινίες του δεν έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, πέραν ίσως του «1900», λόγω – κυρίως – του θέματός του. Σίγουρα είναι η πιο φιλόδοξη ταινία του: ξεκινά στην Ιταλία στις αρχές του περασμένου αιώνα και κλείνει αρκετά χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια τοιχογραφία της σύγχρονης ιταλικής Ιστορίας, μέσα από τη σύγκρουση φασισμού / σοσιαλισμού και με κέντρο βάρους την παράλληλη ιστορία δύο οικογενειών προερχόμενων από διαφορετικές τάξεις. Ταινία-μαμούθ, που σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπερτολούτσι, μετά από τον πρώτο χρόνο γυρισμάτων, έδειχνε ότι δεν μπορούσε να τελειώσει ποτέ και πως ο ίδιος δεν θα ήθελε να την τελειώσει. Το αποτέλεσμα, αν και άνισο, δεν ξεχνιέται εύκολα. Ωστόσο, τόσο το «Φεγγάρι», όσο και η «Τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου» είναι ταινίες που ξεχνιούνται εύκολα.
ΘΡΙΑΜΒΟΣ. Με τον «Τελευταίο αυτοκράτορα» το 1987 ο Μπερτολούτσι πέτυχε τον θρίαμβο της καριέρας του. Η ιστορία του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας Που Γι, από τη στιγμή της γέννησης μέχρι την πτώση του ύστερα από την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο Τσε Τουνγκ, έγινε μια ταινία θρύλος και κατά πολλούς το πιο ολοκληρωμένο έργο του σκηνοθέτη, ο οποίος δημιούργησε ένα πολύωρο συναρπαστικό θέαμα, με πυρήνα μια αδύναμη ψυχή.
Το φιλμ, που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Κίνα – μια χώρα για την οποία ο σκηνοθέτης κατά δική του δήλωση δεν είχε καμία απολύτως γνώση – προτάθηκε για εννέα Οσκαρ και τόσα κέρδισε. Ανάμεσά τους τα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου για τον ίδιο τον Μπερτολούτσι και τον γαμπρό του, Μαρκ Πέπλοου, αδελφό της δεύτερης γυναίκας του, Κλερ Πέπλοου, με την οποία ο Μπερτολούτσι παντρεύτηκε το 1978. Να σημειωθεί επίσης ότι ο Τζουζέπε Μπερτολούτσι, που πέθανε το 2012, ήταν ο μικρότερος αδελφός του Μπερνάρντο και σκηνοθέτης ο ίδιος.
Ο Μπερτολούτσι δεν σταμάτησε ποτέ να είναι παραγωγικός, όμως η αλήθεια είναι ότι καμία από τις έξι κατοπινές ταινίες του δεν είχε το εκτόπισμα του «Αυτοκράτορα», παρότι κάποιες από αυτές, όπως το «Τσάι στη Σαχάρα» και οι «Ονειροπόλοι», αγαπήθηκαν ιδιαίτερα στη χώρα μας. Ως άνθρωπος του κινηματογράφου, ήταν πάντα ανήσυχος και με δίψα για τα νέα πράγματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της τελευταίας ταινίας του «Εσύ κι εγώ» από το μυθιστόρημα του Νικολό Αμανίτι. Ακριβώς επειδή το στόρι είναι ουσιαστικά ένα δράμα δωματίου, ο Μπερτολούτσι ήθελε να γυρίσει την ταινία τρισδιάστατη γιατί τον ενδιέφερε να εξετάσει τις δυνατότητες του 3D μέσα σε ένα απλό δωμάτιο!