«Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι ένας καθαρά αρχηγοκεντρικός σχηματισμός, με έντονα πελατειακά – ρουσφετολογικά στοιχεία και με κύριο στόχο την πάση θυσία νομή της εξουσίας» δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο ευρωβουλευτής Κώστας Χρυσόγονος. «Οσοι προοδευτικοί υπάρχουν στους κόλπους του αποτελούν σαφώς μειοψηφία» αναφέρει, μιλώντας για «εμπαιγμό» στην πρόταση της κυβέρνησης για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ο συνταγματολόγος, ο οποίος είχε εκλεγεί με το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, διακρίνει και «προεκλογική σκοπιμότητα» πίσω από τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου για τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, καθώς «ο Πρωθυπουργός έσπευσε να προαναγγείλει 10.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, παρά το γεγονός ότι η συμφωνία επί της ουσίας ουδόλως δημιουργεί νέο δημοσιονομικό χώρο».
Πώς κρίνετε τον τρόπο που δρομολογήθηκε από την κυβέρνηση η συνταγματική αναθεώρηση;
Ο χρόνος κατάθεσης της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του 2019, υποδηλώνει σκοπιμότητα κομματικής εκμετάλλευσης. Τούτο είναι ασύμβατο με τον χαρακτήρα των συνταγματικών διατάξεων ως θεμελιωδών κανόνων του δημόσιου βίου, για τους οποίους θα έπρεπε να επιδιώκεται η ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Ομως και στο περιεχόμενο της πρότασης υπάρχει εμπαιγμός, π.χ. όταν προτείνεται η ενίσχυση της φραστικής διατύπωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων (κοινωνική ασφάλιση, υγεία κ.λπ.), ενώ με την υφιστάμενη διατύπωση υπάρχει σωρεία δικαστικών αποφάσεων που κρίνουν αντισυνταγματικές διάφορες μνημονιακές περικοπές, αλλά οι αποφάσεις αυτές εφαρμόζονται από την κυβέρνηση του ίδιου του κ. Τσίπρα κατά τρόπο ετεροχρονισμένο, μερικό και ανεπαρκή, επειδή λείπουν οι οικονομικοί πόροι. Το πραγματικό ζητούμενο επομένως δεν είναι να φορτώνουμε το Σύνταγμα με ευχολόγια, αλλά να βρούμε τρόπο να αναπτυχθεί οικονομικά η χώρα, ώστε να διασφαλισθεί ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης για τους πολίτες.
Υπάρχουν άρθρα στα οποία μπορεί να επιτευχθεί, κατά τη γνώμη σας, ευρύτερη συναίνεση;
Θα μπορούσε να επιτευχθεί ευρύτερη συναίνεση σε ορισμένα θέματα, όπως ιδίως η μείωση της ποινικής προστασίας που παρέχεται στα πολιτικά πρόσωπα (ευθύνη υπουργών, όρια βουλευτικής ασυλίας). Και εδώ όμως υπάρχει υποκρισία, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει ότι η ασυλία πρέπει να καλύπτει αποκλειστικά τα αδικήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή, αλλά οι βουλευτές του μέλη της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής καταψηφίζουν την άρση της ασυλίας του κ. Πάνου Καμμένου για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης δημοσιογράφου. Θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος να τους ρωτήσει αν θεωρούν βουλευτικό καθήκον την ψευδή καταμήνυση και πώς εννοούν την ισότητα των (δικονομικών) όπλων όταν ο βουλευτής μπορεί να μηνύσει τον «κοινό θνητό», όχι όμως και το αντίστροφο.
Συμφωνείτε με τις κυβερνητικές προτάσεις για εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό και για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων από υπογραφές;
Συμφωνώ ότι πρέπει αποσυνδεθεί η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Το αν αυτό είναι προτιμότερο να επιτευχθεί μέσω της εκλογής του από τον λαό, σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης ευρείας πλειοψηφίας των βουλευτών, ή μέσω της παραπομπής σε ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, με συμμετοχή και αιρετών της Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, είναι συζητήσιμο. Οσο για τα δημοψηφίσματα, κρίσιμο είναι ποιος και πώς θα θέσει το ερώτημα, προκειμένου να μην επαναληφθούν παρωδίες όπως εκείνη του 2015. Αξιοπρόσεκτη είναι η πρόβλεψη του Συντάγματος της Δανίας για διεξαγωγή δημοψηφίσματος αποκλειστικά για την έγκριση ή την απόρριψη ψηφισμένου νομοσχεδίου, ύστερα από γραπτό αίτημα του ενός τρίτου των βουλευτών.
Διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας: Η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο βήμα;
Η συμφωνία αυτή συνιστά διευθέτηση ενός οικονομικού ζητήματος, δηλαδή αν οι κληρικοί θα μισθοδοτούνται σε ατομική βάση ως δημόσιοι υπάλληλοι ή αν η Εκκλησία θα αναλάβει τη διαχείριση μιας κρατικής επιχορήγησης ισόποσης προς το σύνολο της καταβαλλόμενης σήμερα μισθοδοσίας. Φοβάμαι πως και εδώ υπάρχει προεκλογική σκοπιμότητα, αφού ο Πρωθυπουργός έσπευσε να προαναγγείλει 10.000 προσλήψεις στο Δημόσιο σε αντικατάσταση – υποτίθεται – των κληρικών, παρά το γεγονός ότι η συμφωνία επί της ουσίας ουδόλως δημιουργεί νέο δημοσιονομικό χώρο. Το γενικότερο πάντως θέμα των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας πολύ λίγο επηρεάζεται.
Εχετε ζήσει τον ΣΥΡΙΖΑ από μέσα. Θεωρείτε πως μπορεί να κάνει σοσιαλδημοκρατική στροφή; Ενα «προοδευτικό μέτωπο», όπως αυτά που συζητιούνται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, μπορεί να τον εμπεριέχει;
Κατά τη γνώμη μου η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προόδου και συντήρησης δεν τέμνει το πολιτικό φάσμα Δεξιάς – Αριστεράς κάπου στο κέντρο του, αφήνοντας μόνο προοδευτικούς προς τα αριστερά και μόνο συντηρητικούς (και αντιδραστικούς) προς τα δεξιά. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε οι παρακρατικοί των Εξαρχείων θα έπρεπε να θεωρηθούν ως εμπροσθοφυλακή μιας «προόδου» που θα συνίστατο σε παρανομίες, καταστροφές κ.λπ., πράγμα καταφανώς παράλογο. Η πραγματική διαχωριστική γραμμή μεταξύ προόδου και συντήρησης τέμνει το πολιτικό φάσμα εγκάρσια, αφού προοδευτικοί και συντηρητικοί μπορούν να βρεθούν στα περισσότερα κόμματα του «συνταγματικού τόξου». Με βάση αυτό το κριτήριο, δηλαδή πόσοι τελικά είναι εκείνοι οι οποίοι επιδιώκουν έμπρακτα να αλλάξουμε σελίδα για τη χώρα και να γίνουμε ένα κράτος του 21ου αιώνα (και όχι του 19ου, όπως από πολλές απόψεις εξακολουθούμε δυστυχώς να είμαστε), φοβάμαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί προοδευτική δύναμη. Σήμερα πια είναι ένας καθαρά αρχηγοκεντρικός σχηματισμός, με έντονα πελατειακά – ρουσφετολογικά στοιχεία και με κύριο στόχο την πάση θυσία νομή της εξουσίας. Οσοι προοδευτικοί υπάρχουν στους κόλπους του αποτελούν σαφώς μειοψηφία.
Πρόσφατα καταθέσατε ερώτηση προς την ύπατη εκπρόσωπο Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι για τις απειλές της Τουρκίας. Πιστεύετε πως η Αγκυρα μπορεί να δεσμευθεί για σχέσεις καλής γειτονίας, όπως της ζητείται; Ποια πρέπει να είναι η στάση της Ευρώπης;
Φαίνεται πως το καθεστώς Ερντογάν έχει επιλέξει την τακτική της όξυνσης, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης από τα πιεστικά οικονομικά προβλήματα. Η Ευρώπη πρέπει να σταθεί με αποφασιστικότητα απέναντι σ’ αυτή την προκλητική συμπεριφορά και να συμπαρασταθεί έμπρακτα στα απειλούμενα μέλη της, δηλαδή την Ελλάδα και την Κύπρο, ενόψει και της σχετικής ρήτρας του άρθρου 42 παρ. 7 της ιδρυτικής Συνθήκης της Ενωσης.