Το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης στην Πλάκα είναι μία νησίδα μέσα στον χρόνο. Οχι μόνο επειδή στην περιοχή της Πλάκας το κτίσμα προβάλλει ανάμεσα στις υπόλοιπες καλοδιατηρημένες ενδείξεις αρχιτεκτονικής περασμένων αιώνων. Αλλά επειδή στο εσωτερικό του η γνώση είναι ορατή, απτή και διασκορπισμένη στον χώρο. Σε ένα περιβάλλον με ξύλινες βιβλιοθήκες, παλιά έπιπλα, πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά, ο διευθυντής του ΜΙΕΤ προετοιμάζεται για μία ειδική εκδήλωση. Ο Διονύσης Καψάλης, οργανωτής της έκθεσης «Προσφορά» και της επικείμενης δημοπρασίας έργων ελλήνων καλλιτεχνών για την αποκατάσταση του κτιρίου του Ελληνικού Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου, εκφράζει την ικανοποίησή του για την προσφορά των ελλήνων καλλιτεχνών, αφού παραπάνω από 100 έργα τους θα διατεθούν για έναν έκτακτο κοινωφελή σκοπό.
«Είναι ένας τρόπος να ευαισθητοποιήσουμε τους φυσικούς αποδέκτες και τους χρήστες του αρχείου ΕΛΙΑ και του ΜΙΕΤ στη δουλειά που κάνουμε. Χρειάζεται να κατεβαίνει κανείς μέσα στον κόσμο και να υπενθυμίζει δυναμικά τα πράγματα που πρέπει να γίνουν. Το ΕΛΙΑ έχει θησαυρούς. Φυλάσσονται εκεί περίπου 1.000 αρχεία ιστορικά και λογοτεχνικά, ένα τεράστιο φωτογραφικό αρχείο, μία πολύ σημαντική βιβλιοθήκη σε βιβλία και φυλλάδια του 19ου αιώνα. Νομίζω ότι η πλουσιότερη συλλογή εντύπων του ελληνικού 19ου αιώνα – ακόμη και από τη Γεννάδειο και την Εθνική Βιβλιοθήκη – βρίσκεται στο ΕΛΙΑ. Ολα αυτά βρίσκονται στα δύο κτίρια του ΕΛΙΑ, το ένα ενοικιαζόμενο από το Ριζάρειο Ιδρυμα και το άλλο ιδιόκτητο. Ολη του η περιουσία δωρήθηκε στο ΜΙΕΤ με τον όρο να συνεχιστεί το έργο του και να προσλάβει το ειδικευμένο προσωπικό του. Το πρόβλημά μας είναι με το ιδιόκτητο, στην Αγίου Ανδρέου, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή. Πάρα πολύ ωραίο κτίριο, διατηρητέο και ως έργο τέχνης».
ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ. Το ΜΙΕΤ λειτουργεί στην ελληνική κοινωνία από το 1966. Η Εθνική Τράπεζα με την ίδρυσή του λειτούργησε ως «εθνικός ευεργέτης». Ο Διονύσης Καψάλης δίνει πολλή σημασία σε αυτόν τον χαρακτήρα του ευεργετήματος, για να το διαφοροποιήσει από την τακτική άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων που διαχειρίζονται χρήματα και τα διοχετεύουν στον πολιτισμό. «Δεν είμαστε χορηγικό ίδρυμα. Παράγουμε πολιτιστικά προϊόντα. Είτε είναι βιβλία, εκθέσεις τέχνης, είτε διαλέξεις ή ερευνητικά προγράμματα. Για να λειτουργήσει χρειάζεται να εξασφαλιστούν όροι πνευματικής ελευθερίας. Δεν μπορεί να λειτουργήσει υπό συνεχή εποπτεία ως προς τους σκοπούς του. Υπάρχει μία διάκριση του νόμου που μιλά για τον σκοπό και τη νομιμότητα. Το υπουργείο Οικονομικών μάς ελέγχει για τη νομιμότητα. Το οκταμελές Διοικητικό Συμβούλιο με εκπροσώπους της πολιτιστικής ζωής και με προεδρεύοντα τον εκάστοτε πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας αποφασίζει για τον σκοπό του ιδρύματος. Είναι σημαντικό να κρατηθεί ανεξάρτητο από τις πιέσεις που ξέρουμε ότι υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία. Είτε είναι κομματικές είτε είναι οτιδήποτε άλλο. Το έργο μας έχει γίνει αποδεκτό και από την κοινωνία και η Εθνική Τράπεζα το προστατεύει.
Σας μιλώ με έναν τόνο ιδρυματικού πατριωτισμού. Δεν μπορώ να το αποφύγω, χρειάζεται πότε πότε. Είμαι σε αυτή τη δουλειά 19 χρόνια. Πέρα από τη μεγάλη μου χαρά είναι και μεγάλο προνόμιο. Με την έκθεση αυτή επικαιροποιούμε τη θέση μας.
Κατά καιρούς αναλαμβάνουμε μεγάλα δαπανηρά έργα χωρίς να αποβλέπουμε απαραίτητα στο κέρδος . Η “Μεσόγειος” του Μπροντέλ ήταν ένα τέτοιο δαπανηρό έργο αλλά πήγε καλά γιατί ήταν πολύ γνωστό βιβλίο. Πριν από λίγα χρόνια ολοκληρώσαμε ένα τεράστιο πρόγραμμα για να βγει η νέα έκδοση των “Αυτογράφων” του Σολωμού. Μεγάλη εκδοτική και ερευνητική ιστορία που χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από το ΜΙΕΤ. Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι πολλοί εκείνοι που σπεύδουν να αγοράσουν φωτομηχανικές εκδόσεις των χειρογράφων του Σολωμού. Ωστόσο είναι ο εθνικός μας ποιητής και μόνο το ΜΙΕΤ θα μπορούσε να το κάνει, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης».
ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. Μία δίνη ιστορικών εκδόσεων, λογοτεχνικών ονομάτων, η αίσθηση διατήρησης και προβολής της γνώσης προσδίδουν στο παράστημα του λογοτέχνη μάνατζερ μία αύρα αναγκαιότητας εκτέλεσης του σκοπού του. Καθώς πίνει τον ντεκαφεϊνέ εσπρέσο του επισημαίνει τις κλασικές αξίες στον χώρο των εξειδικευμένων επιστημονικών συγγραμμάτων, την «Εισαγωγή στην ελληνική παλαιογραφία» από τον Ελπίντιο Μιόνι, «απαραίτητη εφόσον διαρκώς οι αρχαιολογικές ανασκαφές ανασύρουν επιγραφές και εμείς πρέπει να μάθουμε να τις διαβάζουμε», το «Χρονικό της Τέχνης» του Eρνστ Γκόμπριχ, την «Εποχή των επαναστάσεων» του Ερικ Χόμπσμπομ, αλλά και τις σύγχρονες αναγνωστικές ανακαλύψεις. Το άγχος της διατήρησης της γνώσης είναι παρόν στην ατμόσφαιρα.
«Η δεύτερη κατεύθυνσή μας είναι η αναζήτηση σύγχρονων βιβλίων που είτε ανοίγουν καινούργιους δρόμους στις επιστήμες του ανθρώπου, είτε εικάζει κανείς ότι μπορεί να γίνουν κλασικά. Οπως η “Παρέγκλιση” του Στίβεν Γκρίνμπλαντ. Λογιότατο και παρ’ όλα αυτά ευανάγνωστο. Αφηγείται την ιστορία ανακάλυψης ενός χειρογράφου, την εποχή του ιταλικού ουμανισμού, το ποίημα “Περί φύσεως” του Λουκρητίου. Το οποίο λανθάνει κάπου χίλια χρόνια και ξαφνικά στις αρχές 15ου αιώνα εμφανίζεται στο ράφι ενός μεσαιωνικού μοναστηριού. Η γοητευτική του αφήγηση διαβάζεται σαν μυθιστόρημα με σημαντικό επιχείρημα. Προβάλλει μια επικούρεια και δημοκρίτεια φιλοσοφία, δηλαδή μια υλιστική φιλοσοφία της ζωής. Και ο συγγραφέας του βιβλίου υποθέτει ότι αυτά τα δόγματα που υποστηρίζει ο Λουκρήτιος δεν συνάδουν με τα δόγματα της Εκκλησίας γι’ αυτό και το χειρόγραφο ήταν καταχωνιασμένο. Οταν εμφανίζεται και πάλι είναι η στιγμή που η Αναγέννηση ανακαλύπτει την Αρχαιότητα, αλλά αρχίζει και η σκέψη να κινείται προς νέες κατευθύνσεις. Κάποια πράγματα που πριν ήταν σκανδαλώδη αρχίζουν να είναι βιώσιμα και επιτρεπτά ως σκέψη. Το επιχείρημα αυτό θα οδηγήσει σε αντίστοιχες έννοιες στην εποχή του Διαφωτισμού. Οπως στο αίτημα της ευδαιμονίας, δηλαδή ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσπαθήσει να είναι ελεύθερος και ευτυχής. Μην το μπλέξουμε όμως με ένα αίτημα ηδονισμού. Ο επικούρειος επιδιώκει αποχή και αταραξία, να μην τον ταράσσει υπερβολικά η ζωή. Σκοπός της ζωής, λέει, είναι να αποφεύγεις τον πόνο».
Η ειδική ματιά πάνω στα πράγματα είναι το κλειδί για να περάσει κάποιος αυτή τη μορφωτική πύλη. Η προκατάληψη «βιβλία για λίγους» είναι αυτό που δίνει στον Διονύση Καψάλη αφορμή να αντιπροτείνει τις ολιγοσέλιδες εκδόσεις σημαντικών δοκιμιακών έργων γύρω από καίρια ζητήματα ώστε να τα διαβάσουν ακόμη και όσοι πάσχουν από την τόσο σύγχρονη έλλειψη προσοχής.
«Το Ιδρυμα επιδιώκει αυτό το παλιό όνειρο της αυτομόρφωσης. Πολλοί άνθρωποι συνεχίζουμε ακόμα να θέλουμε να μορφωθούμε και να παίρνουμε βιβλία για να ξεστραβωθούμε. Ωστόσο υπάρχει το πρόβλημα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί πέρα δεν υπάρχει παραγωγή κριτηρίων. Υπάρχει ωκεανός πληροφορίας που μας κατακλύζει και δεν έχουμε τον τρόπο να φτιάξουμε τα φίλτρα για να αξιοποιήσουμε την πληροφορία. Νομίζω ότι το αντιμετωπίζει κανείς αν κρατήσει μια επικράτεια όπου θα διαμορφώσει κριτήρια. Δεν μπορεί παρά να γίνει με την ανάγνωση σοβαρών βιβλίων. Ξέρουμε ότι το σημαντικότερο εμπόρευμα στην εποχή μας είναι η προσοχή των ανθρώπων. Μόλις ανοίξεις το Διαδίκτυο μπαίνουν χιλιάδες αιτήματα που ζητούν την προσοχή σου. Το διάστημα προσοχής όλο και μικραίνει. Νέοι άνθρωποι αδυνατούν τώρα πια να παρακολουθήσουν μια ταινία. Πόσω μάλλον να διαβάσουν ένα βιβλίο. Ωστόσο ο αργός χρόνος είναι αυτός που φτιάχνει πράγματα.
ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΙΑ. Ο κοινός αναγνώστης λοιπόν, που θέλει να μορφωθεί, είναι μέσα στους σκοπούς μας. Δεν λέω μέσος, γιατί με εκνευρίζει. Είναι μια στατιστική έννοια, η οποία πολύ συχνά αντί να υπηρετεί κάποιον στόχο μπερδεύει τα πράγματα. Κοινός αναγνώστης είναι ο άνθρωπος που θα καταφύγει στην ανάγνωση για να μάθει κάτι, για να απολαύσει. Ας μην ξεχνάμε ότι το να μαθαίνεις κάτι είναι απολαυστικό. Είναι δύσκολο γιατί απαιτεί πειθαρχία. Εξάλλου μέρος του τρόπου που διαρκώς διαπραγματευόμαστε αυτό που είμαστε είναι μιλώντας με άλλους ανθρώπους και ανταλλάσσοντας ιστορίες. Υποθέτω ότι γίνεται ακόμα αυτό. Οσο περισσότερο είμαστε σκυμμένοι στο κινητό μας τηλέφωνο τόσο λιγότερες ιστορίες λέμε ο ένας στον άλλον. Τις αντικαθιστούμε με εικόνες. Αντί να περιγράψουμε σε μια άσκηση λόγου την υπέροχη μακαρονάδα που γευτήκαμε, βγάζουμε μια φωτογραφία και την ανεβάζουμε στο Facebook. Αυτό για μένα είναι ανατριχιαστικό».
Η συζήτηση γύρισε στη διαχείριση του χρόνου και στη διαμόρφωση του κόσμου. Η ποιητική πλευρά του Διονύση Καψάλη πρoσέφερε έναν στίχο: «Had we but world enough and time». Ο στίχος του μεταφυσικού Αντριου Μάρβελ ήταν οι λέξεις που διάλεξε για να πει ότι «Θα πρέπει να μάθεις να επιλέγεις, γιατί δεν υπάρχει αρκετός χρόνος. Δηλαδή είναι πολύ ωραίο το καψουροπόπ τραγούδι που γράφτηκε χθες, αλλά δεν είναι κακό να πω ότι ο Μπετόβεν είναι σημαντικότερος. Δεν χαλάω κανενός τον σχετικισμό ούτε κάνω μία πράξη πολιτικά μη ορθή αν το πω».