Το άρθρο 110 του Συντάγματος καθορίζει τόσο τα ουσιαστικά όρια της αναθεώρησης, προσδιορίζοντας, περιοριστικά, ποιες διατάξεις δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση (παρ.1), όσο και τα διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης (παρ. 2-6).
Οσον αφορά τα διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης, η πρόταση των πενήντα βουλευτών για την ανάγκη των αναθεωρητέων διατάξεων πρέπει να είναι συγκεκριμένη για να γνωρίζει το νομοθετικό σώμα για ποιες διατάξεις καλείται να συναινέσει για την έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας (άρθρ. 119 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής).
Βέβαια, η συνιστώμενη από τον Πρόεδρο της Βουλής Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρ. 119 παρ. 2 και 3 του ΚτΒ) θα προτείνει με την έκθεσή της, που υποβάλλει στην παρούσα (πρώτη) Βουλή, ποιες διατάξεις κρίνει ότι πρέπει να αναθεωρηθούν.
Η Βουλή αυτή (πρώτη) στη συνέχεια με απόφασή της, αφού διαπιστώσει την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, θα καθορίσει ειδικά τις αναθεωρητέες διατάξεις, όχι μόνο κατ’ άρθρο αλλά και κατά παράγραφο ή και εδάφιο. Στην απόφαση αυτή πρέπει να περιλαμβάνεται όχι μόνο η αναγκαιότητα αλλά και η κατεύθυνση της αναθεώρησης.
Το ακριβές περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων ανήκει στην επόμενη (δεύτερη) Βουλή, η οποία είναι εφοδιασμένη (εξοπλισμένη) με αναθεωρητική αρμοδιότητα, δηλαδή με την αποκλειστική αρμοδιότητα να προσδιορίσει επακριβώς το (κανονιστικό) περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων, που η πρώτη Βουλή αποφάσισε ως τέτοιες και μόνο ως προς αυτές. Δηλαδή, η δεύτερη Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει για αναθεώρηση και άλλων διατάξεων πλην αυτών που η πρώτη Βουλή αποφάσισε.
Ενα παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι πενήντα βουλευτές ζητούν με την πρότασή τους να αναθεωρηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος (Δίωξη μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών). Η παρούσα (πρώτη) Βουλή με απόφασή της, ύστερα από δύο ψηφοφορίες, διαπιστώνει την ανάγκη της αναθεώρησης του άρθρου αυτού, ορίζοντας (δίνοντας κατεύθυνση) μεταξύ των άλλων ότι δεν πρέπει να υπάρχει αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση δίωξης κατά υπουργών και υφυπουργών, διότι και αυτοί πρέπει να έχουν την ίδια ποινική μεταχείριση όπως όλοι οι πολίτες. Η επόμενη (δεύτερη) Βουλή, έχοντας πρόσφατη λαϊκή εντολή να ρυθμίσει και το εκκρεμές ζήτημα της αναθεώρησης, θα αποφασίσει, κατά την πρώτη σύνοδό της (άρθρ. 110 παρ. 4 του Σ.), δεσμευόμενη ως προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση της αναθεώρησής του, χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν απόφαση της πρώτης Βουλής, ως προς το περιεχόμενο της διάταξης.
Και είναι νομικά ορθό αλλά και λογικό η κατεύθυνση της αναθεώρησης να ανήκει στην πρώτη Βουλή, η οποία προσδιορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις και όχι στη δεύτερη Βουλή. Και αυτό διότι δεν έχει νόημα η κατεύθυνση να ανήκει στη δεύτερη Βουλή, αφού αυτή (δεύτερη Βουλή) αποφασίζει για το μείζον, δηλαδή για το ακριβές περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων. Συνεπώς, αν την κατεύθυνση της αναθεώρησης είχε η δεύτερη Βουλή, θα τις χορηγείτο μια αρμοδιότητα χωρίς αξία.
Από πρώτη άποψη φαίνεται ότι οι δύο Βουλές συμμετέχουν ισάξια (ισότιμα) στην αναθεωρητική διαδικασία, αφού α) η πλειοψηφία για την πρόταση αναθεώρησης της πρώτης Βουλής και η πλειοψηφία για την απόφαση για τις αναθεωρητέες διατάξεις της δεύτερης Βουλής αντιστρέφονται σύμφωνα με τις παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 110 του Σ (απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής – 180 βουλευτές ή 180 βουλευτές – απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής) και β) η πρώτη Βουλή αποφασίζει για την αναγκαιότητα και την κατεύθυνση των αναθεωρητέων διατάξεων, ενώ η δεύτερη διαπλάθει ελεύθερα το κανονιστικό περιεχόμενό τους.
Θεωρώ ότι το βάρος πέφτει στη δεύτερη Βουλή, διότι αυτή είναι η αναθεωρητική Βουλή, με πρόσφατη τη λαϊκή εντολή. Συνεπώς, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 110 Σ και για μεν την πρώτη Βουλή να αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σε μία ψηφοφορία, για δε τη δεύτερη (αναθεωρητική) Βουλή να απαιτείται η πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των μελών της.
Τη ρύθμιση αυτή θεωρώ αναγκαία, αν σκεφθούμε την εξής περίπτωση:
Στην πρώτη (παρούσα) Βουλή κάποια αναθεωρητέα διάταξη ψηφίζεται από περισσότερους από180 βουλευτές π.χ. 250, αλλά στη δεύτερη (αναθεωρητική) Βουλή ψηφίζεται από 151 βουλευτές. Σε αυτή την  περίπτωση θα πρέπει, δικαιοπολιτικά, σεβόμενοι τη λαϊκή βούληση, να αποσύρεται η σχετική διάταξη.
Με την ανωτέρω όμως ρύθμιση αποφεύγεται αυτή η δυσαρμονία.
Τέλος, και μία ακόμα πρόταση σχετική με την παρ. 6 του άρθρου 110 Σ, που ορίζει ότι «δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος προτού περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης». Θα πρέπει η απαγόρευση αυτή να ισχύει μόνο για τις διατάξεις που αναθεωρήθηκαν και όχι για αυτές που δεν κρίθηκαν αναθεωρητέες. Και αυτό γιατί δεν μπορεί να δεσμεύονται οι επόμενες Βουλές από τέτοια απαγόρευση, όταν μια ρύθμιση έχει καταστεί καθολικό αίτημα του εκλογικού σώματος. Για παράδειγμα, γιατί δεν θα μπορεί μια επόμενη Βουλή να αποφασίσει για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, για μόνο τον λόγο ότι η παρούσα Βουλή δεν θεώρησε αναθεωρητέα τη σχετική συνταγματική διάταξη και πρέπει να αναμένουμε τουλάχιστον πέντε κρίσιμα χρόνια για τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος;
Ο Χαράλαμπος Αθανασίου είναι βουλευτής Λέσβου και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης