Το θυμάμαι εκείνο το απόγευμα. Οπως θυμόμαστε με νοσταλγία περιστατικά που, όταν τα ζούμε, δεν συνειδητοποιούμε τη σημειολογία τους. Μεγαλώνοντας όμως καταλαβαίνουμε ότι ακόμη και αν είναι φαινομενικά ασήμαντα, στην ουσία πρόκειται για περάσματα από μια φάση ζωής, συνείδησης και αντίληψης σε άλλη. Κλειδωμένες στο δωμάτιό μου με την κολλητή μου φίλη πού να ξέραμε τότε ότι δοκιμάζοντας πανύψηλα – για τα δεδομένα μας – τακούνια μπαίναμε στην πορεία για την έξοδο από την αθωότητα. Με τακούνια «δανεισμένα» λοιπόν από την ντουλάπα της μητέρας μου και της μεγαλύτερης αδελφής μου, με παχύ στρώμα τιρκουάζ σκιάς στα βλέφαρα (έτσι ήταν τότε η μόδα) και μεγαλίστικα ρούχα μασκαρευόμασταν για να φαινόμαστε άνω των 18 ώστε να μπορέσουμε να μπούμε στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» που ήταν «αυστηρώς ακατάλληλο». Να μην πολυλογώ, η επιχείρηση εστέφθη με πλήρη αποτυχία. Δεν περνάνε τα 14χρονα για 18άρες. Στο ταμείο μάς ζήτησαν ταυτότητες και το βάλαμε έντρομες στα πόδια – χούντα γαρ.
Είδα την ταινία πολύ αργότερα χωρίς να χρειαστεί να μεταμφιεστώ. Και έχοντας πια ξεπεράσει τον μύθο της. Μια άψογη ερωτική ταινία αλλά η περίφημη σκηνή με το βούτυρο πέρασε στα ψιλά. Εξάλλου τότε ήμαστε συνεπαρμένοι με το «1900». Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές το είδαμε μέσα σε έναν μήνα. Ηταν φορές που βλέπαμε δύο προβολές την ημέρα απανωτά. Αλλωστε η αφίσα της είχε γίνει ταπετσαρία στα νεανικά μας δωμάτια.
Σήμερα η τηλεόραση, σε ώρες υψηλής τηλεθέασης, προβάλλει ταινίες πολύ πιο τολμηρές από το «Τελευταίο ταγκό». Και το «1900» είναι μία ταινία που την παρακολουθείς με νοσταλγία αλλά τα μηνύματά της έχουν γίνει πλέον πενηνταράκια. Και σκέφτομαι, με αφορμή τον θάνατό του, ότι ο Μπερτολούτσι επινοούσε τα «κλειδιά» που, μέσα από τα έργα του, «ξεκλείδωναν» εποχές. Ακόμη και αν, σε κάποιες περιπτώσεις, τα κλειδιά σκούριασαν, μας άφησε ορθάνοιχτες τις πόρτες για να μπαινοβγαίνουμε στις εποχές του. Στις εποχές μας.