«Σιωπηλή επανάσταση» («Das schweigende Klassenzimmer», Γερμανία, 2018). Mετά την «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ», η «Σιωπηλή επανάσταση» είναι μία ακόμη επιστροφή του σκηνοθέτη Λαρς Κράουμε σε μια αληθινή, ξεχασμένη αλλά εν τέλει διαχρονική ιστορία. Πρόκειται για μια πράξη αλληλεγγύης που συνέβη στη δεκαετία του 1950, όταν οι μαθητές γυμνασίου μιας πόλης στην Ανατολική Γερμανία προέβησαν στη δική τους «σιωπηλή επανάσταση». Προκειμένου να συμπαρασταθούν στα θύματα της αντισοβιετικής εξέγερσης στην Ουγγαρία το 1956, κάποιοι μαθητές αποφάσισαν να τηρήσουν ενός λεπτού σιγή εν ώρα μαθήματος. Η πράξη προκάλεσε την οργή των αρχών, τόσο στο σχολείο όσο και στο Κόμμα, που έστειλε εκπροσώπους για ανακρίσεις και τα περαιτέρω. Ο Κράουμε εξετάζει με όρεξη και περιέργεια τα παράξενα εκείνα χρόνια και συγχρόνως τιμά τα παιδιά εκείνα που παρά την πίεση που τους ασκήθηκε, επέλεξαν να διατηρήσουν το στόμα τους κλειστό και να μην καταδώσουν στις αρχές τον υποκινητή της σιωπηλής επανάστασης. Μοιράζοντας καλά τους ρόλους των παιδιών, δίνει χώρο στα περισσότερα ώστε να φτιάξει μια ποικιλομορφία χαρακτήρων όπου ο καθένας έχει τη δική του ιστορία, με τη δική του οικογένεια. Ολες αυτές οι «υπο-ιστορίες» δένουν σε ένα καλοδεχούμενο σύνολο και διαμορφώνουν μια μικρή κινηματογραφική έκπληξη, η οποία ακολουθεί τα χνάρια των «Ζωών των άλλων», έστω και αν τελικά δεν έχει το εκτόπισμά τους (παίζουν: Γιόνας Ντάσιερ, Μάικλ ντε Κόκο, Γιούντιθ Ενγκελ, Σίνα Εμπελ). Βαθμολογία: 7

«Ευτυχισμένος Οσκαρ» («The happy prince», Αγγλία / Βέλγιο / Ιταλία / Γερμανία 2018). «Στοιχειωμένος» από τα φαντάσματα ενός ένδοξου παρελθόντος, ο Οσκαρ Γουάιλντ (1854 – 1900) στην πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ μελαγχολική αλλά και πολύ γενναία ταινία που σκηνοθέτησε (στο ντεμπούτο του ως σκηνοθέτη) ο βρετανός ηθοποιός Ρούπερτ Εβερετ, περιφέρεται ο ίδιος σαν ένα φάντασμα του εαυτού του στους δρόμους του Παρισιού. Κρατώντας για τον εαυτό του τον αβανταδόρικο ρόλο του ιρλανδού συγγραφέα και ειδώλου του, ο Εβερετ κάνει μια πρωτότυπη δουλειά επιλέγοντας να τον παρουσιάσει μουχλιασμένο και παρακμιακό, μια εικόνα σήψης πολύ μακρινή από εκείνη που έχουμε σχηματίσει στο μυαλό μας για τον μποέμ ολίγον σνομπ συγγραφέα τού «Ντε προφούντις» και του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι». Ο Γουάιλντ έχει πια παχύνει, το χιούμορ του δεν διακρίνεται από την παλιά σπιρτάδα του, προερχόμενο πια από άνθρωπο ταλαιπωρημένο και (δικαίως) κακιασμένο. Και το ενδεχόμενο να επανέλθει στο σημείο όπου κάποτε βρισκόταν δείχνει όλο και πιο θολό. Είναι ένας πρόωρα γερασμένος ομοφυλόφιλος (πέθανε μόλις 46 ετών), ο οποίος έχει βγει από τη φυλακή όπου έμεινε για δύο χρόνια (εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του) και μάλιστα στα κάτεργα, έχει κατεστραμμένη υγεία και σχεδόν κανέναν δίπλα του, εφόσον οι περισσότεροι «φίλοι» του τον έχουν εγκαταλείψει. Ο Εβερετ «χορεύει» ανάμεσα σε παρελθόντα και παρόντα χρόνο, θραύσματα μνήμης από δείπνα πολυτελείας και εκδοτικούς θριάμβους ανακατεμένα με λιωμένες ταπετσαρίες άθλιων ξενοδοχείων και εχθρικά βλέμματα. Και όμως, η υπερηφάνεια του συγγραφέα είναι τόσο ισχυρή που ποτέ δεν σου επιτρέπει να τον κοιτάξεις με οίκτο, ακόμα και στις σκηνές όπου ταπεινώνεται με τον χειρότερο τρόπο. Σου δίνει την αίσθηση ότι ο Γουάιλντ νιώθει ο ίδιος σαν ήρωας κάποιου βιβλίου του, ότι περιμένει το φινάλε μιας δραματοποιημένης εκδοχής της θυελλώδους ζωής του. Βαθμολογία: 7

«Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood», ΗΠΑ, 2018). Βιντεοκλιπίστικη, τινέιτζερ εκδοχή του μύθου του Ρομπέν των Δασών, πολύ μακρινή από το παραδοσιακό παραμύθι και εντελώς ψεύτικη στην εικόνα της, παρά την προσπάθεια των δημιουργών να της προσθέσουν κοινωνικοοικονομικά στοιχεία που υποτίθεται ότι αντικατοπτρίζουν το σήμερα. Ο Ρόμπιν (Τάρον Εγκερτον) είναι βετεράνος των σταυροφοριών και με τη βοήθεια ενός Aραβα (Τζέιμι Φοξ) – το αντίστοιχο του Λιτλ Τζον, δεξιού χεριού του Ρομπέν – θα αρχίσει να κλέβει τους θησαυρούς του αδίστακτου Σερίφη του Νότινγκαμ (Μπεν Μέντεσλον). Ολο το design της ταινίας είναι σύγχρονο, τα δερμάτινα σένια μπουφάν δίνουν και παίρνουν· ορισμένες φορές νιώθεις ότι η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα δυστοπικό περιβάλλον, λιγάκι σαν των «Αγώνων πείνας». Οποιες και αν ήταν οι προθέσεις των δημιουργών και του σκηνοθέτη Οτο Μπάτχερστ, η παράδοση του Ρομπέν λείπει και αυτό έλειψε σε μένα. Επίσης, σήμερα, η ταινία δείχνει τουλάχιστον αχρείαστη, αφού η εκδοχή με τον Ράσελ Κρόου και την Κέιτ Μπλάνσετ που «ανανέωσε» τον μύθο παραμένει πολύ πρόσφατη (2010). Βαθμολογία: 3

«Κριντ 2» («Creed II», ΗΠΑ,2018) του Στίβεν Κέιπλ Τζούνιορ. Εφόσον ο Ρόκι Μπαλμπόα (Σιλβέστερ Σταλόνε) έχει πια γεράσει, ένας αντικαταστάτης του αλλά από το ίδιο περιβάλλον κρίθηκε απαραίτητος από το Χόλιγουντ. Και ο κλήρος έπεσε στον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν που εδώ παίζει για δεύτερη φορά τον Αδωνι Κριντ γιο του Απόλο Κριντ (Καρλ Γουέδερς), αντίπαλου του Ρόκι στο πρώτο και το δεύτερο Ρόκι. Στο τρίτο Ρόκι, για όσους δεν θυμούνται, ο Απόλο σκοτώθηκε στο ρινγκ από τον «κακό» Ρώσο Ντράγκο (Ντολφ Λούντγκρεν) τον οποίο αργότερα ο Ρόκι τσάκισε στην έδρα του, τη Μόσχα. Ε, αυτός λοιπόν, ο Ντράγκο, που γέρασε και μυαλό δεν έβαλε,  θέλει τώρα να πάρει την εκδίκησή του και έτσι μετατρέπει τον δικό του γιο σε πυγμάχο για να αντιμετωπίσει τον πρωταθλητή Κριντ – που αλλού; – στη Μόσχα. Πιο σχηματικό, πιο προβλέψιμο, πιο ανόητο, ειλικρινά, το σενάριο δεν θα μπορούσε να είναι. Κλασική περίπτωση ταινίας που νιώθεις ότι την έχεις δει ενώ τη βλέπεις! Βαθμολογία: 2

Προβάλλεται επίσης η ταινία εκδίκησης της Μούλι Σουρία «Μαρλίνα, η δολοφόνος σε τέσσερις πράξεις» («Marlina the Murderer in Four Acts», 2017), μια συμπαραγωγή Ινδονησίας /  Γαλλίας / Μαλαισίας και Ταϊλάνδης στην οποία μια γυναίκα (Μάρσα Τίμοθι) εκδικείται τη συμμορία ανδρών που την έχουν πειράξει και το δραματοποιημένο ιστορικό ντοκιμαντέρ «Ο δρόμος μας» που γυρίστηκε με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ.