Η φάλαγξ αγγέλων, που «κατέβαινεν εξ ουρανού προς απόκρουσιν των πονηρών πνευμάτων», ισχυριζόταν ότι η μετάνοια αυτής (δηλαδή της Πάπισσας) «είχεν εξαλείψει πάντα του Αδου τα δικαιώματα». «Αλλ’ οι δαίμονες ήσαν δυσμετάπειστοι και εις των αγγέλων τα επιχειρήματα αντέταττον τα κέρατά των, ενώ εκείνοι εγύμνουν τας ρομφαίας».

Αυτή τη «μεταξύ των πνευμάτων πάλη» χρησιμοποίησε ο Δημήτρης Χαντζόπουλος για να κλείσει την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε προχθές στο αμφιθέατρο του 9,84 για το βιβλίο του «Η Πάπισσα Ιωάννα» (εκδ. The Athens Review of Books), το οποίο βασίζεται στο κλασικό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη. Οπως είπε ο σπουδαίος σκιτσογράφος της «Καθημερινής», και παλαιότερα των «ΝΕΩΝ», οι άγγελοι τον πίεζαν να αναγνωρίσει ότι τα όσα επαινετικά είχαν πει νωρίτερα οι ομιλητές ήταν υπερβολικά. Οι δαίμονες, πάλι, του ζητούσαν να το βουλώσει και να αφήσει τους παριστάμενους να φύγουν. Νίκησαν οι δαίμονες.

Πράγματι, το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη για όσους παρακολουθούν την τέχνη του Χαντζόπουλου ήδη από τις θρυλικές «Αγαπώσες». Οπως επισήμανε ο ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης, συμβαίνει κάτι σπάνιο με αυτόν τον τύπο: όχι μόνο ζωγραφίζει, αλλά έχει και βαθιά γνώση της ζωγραφικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήδη από το εξώφυλλο, είναι η χρήση της ερριμμένης σκιάς, την οποία δίδαξαν ζωγράφοι του 17ου αιώνα όπως ο Ρέμπραντ, ο Καραβάτζο και ο Βερμέερ.

Η «Πάπισσα» δεν έχει πάψει βέβαια να είναι δημοφιλής από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε, το 1866. Κι όχι μόνο να διαβάζεται απνευστί, αλλά και να προκαλεί το πηγαίο γέλιο, όπως είπε ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Πέτρος Μαρτινίδης. Ο Χαντζόπουλος όμως τη ράντισε με ένα άλλο φως, της προσέδωσε νέα ζωή, έκανε την ιστορία του Ροΐδη να σπαρταρά, κι ας είναι γραμμένη σε μια καθαρεύουσα που δύσκολα χειρίζονται οι σημερινοί νέοι. Δεν είναι τυχαίο που η προσεχής έκδοσή της στα αγγλικά σε μετάφραση του Πίτερ Μάκριτζ συνοδεύεται από διθυραμβικά σχόλια του Μαρκ Μαζάουερ και του Ντάνιελ Μέντελσον.

Η ελληνική πολιτική ζωή μπορεί να κουράσει ή και να απελπίσει ακόμη και τον πιο καλοπροαίρετο παρατηρητή της. Και ο Χαντζόπουλος δεν έχει μόνο εξυμνηθεί, έχει και εξυβριστεί χυδαία από τους συμπλεγματικούς και τους φανατικούς για τον αιρετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει καθημερινά την επικαιρότητα. Πρέπει να αποτελούσε λοιπόν ιδιαίτερη απόλαυση γι’ αυτόν να σκέφτεται πώς θα εικονογραφήσει καταστάσεις όπου, για παράδειγμα, «ο Ζευς, λησμονήσας την θεότητά του, εκοσμείτο διά πτερών ή κεράτων ίνα ευχαριστήση τας ερωμένας του», ο δε Αριστοτέλης, «φέρων σαγμάριον επί των νώτων και χαλινόν εις το στόμα προσέφερε την εβδομηκονταετή ράχιν του εις την Κλεοφίλην, εις ην εχρησίμευεν ως όνος εν Ινδίαις». Εξίσου μεγάλη είναι και η απόλαυση του αναγνώστη.

Γιατί σε μια εποχή όπου περισσεύει η υποκρισία δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά από το χιούμορ.