To ζεύγος πολιτικής πόλωσης και ποινικής ευθύνης των υπουργών διατρέχει τους δύο αιώνες του σύγχρονου ελληνικού κράτους και οδηγεί στην προσπάθεια επιρροής της Δικαιοσύνης ή και χειραγώγησης της Δικαιοσύνης. Αυτή τη σκέψη του αείμνηστου καθηγητού Ποινικού Δικαίου Ιωάννη Μανωλεδάκη επικαλέστηκα στη Βουλή σε εισήγησή μου για τη συνταγματική αναθεώρηση. Γιατί πράγματι διαχρονικά στην ιστορική πορεία του νεοελληνικού κράτους η πολιτική αντιπαράθεση πολλές φορές εκφυλίστηκε σε κομματικολογία, τακτικισμό, λαϊκισμό και συχνά στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής.
Από το 2015, όμως, οπότε και ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και με προσωπική επιλογή και ευθύνη του Πρωθυπουργού, η θλιβερή, η επικίνδυνη, η ανήθικη μεθοδολογία της αήθους προσπάθειας εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων απέκτησε καθεστωτικά χαρακτηριστικά.
Και, όπως φαίνεται, επειδή η πρόσφατη πλεκτάνη με στόχο τη σπίλωση οκτώ πρώην υπουργών και δύο πρώην πρωθυπουργών απέτυχε παταγωδώς, συνεχίζουν το κυνήγι μαγισσών ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα διασωθούν.
Η κυβέρνηση που βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής κατάρρευσης και που αισθάνεται τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πλήρους αποτυχίας της έβαλε πρόσφατα στο σταυρόνημά της έναν ακόμη πρώην πρωθυπουργό. Αυτή τη φορά είχε σειρά ο Κώστας Σημίτης, ο πρωθυπουργός των μεταρρυθμίσεων και των μεγάλων έργων, ο ηγέτης που πέτυχε την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση θωρακίζοντάς τη με ένα από τα πιο ισχυρά νομίσματα της παγκόσμιας οικονομίας, που έβαλε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που απάλλαξε την Ελλάδα από τη μέγγενη της τρομοκρατίας.
Μόνο που και αυτή η τρισάθλια πλεκτάνη κατέρρευσε μόλις τα στοιχεία του σχετικού φακέλου ήρθαν στη Βουλή και είδαν το φως της δημοσιότητας. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυψε ξεκάθαρα ότι ουδέν το μεμπτό υφίσταται για τον Κώστα Σημίτη. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο, καμία αξιόπιστη μαρτυρική κατάθεση, παρά μόνο το παραλήρημα ενός πρωτοδίκως καταδικασθέντος μάρτυρα. Φήμες, σπερμολογίες, άνοιγμα λογαριασμών, δίψα για αίμα, αρένα για άλλη μια φορά η πολιτική ζωή της χώρας για κάποιες εβδομάδες και όταν η δικογραφία ήρθε στη Βουλή καμία αναφορά δεν υπήρχε στο διαβιβαστικό της Δικαιοσύνης προς τη Βουλή στο όνομα του πρώην πρωθυπουργού. Αν οι κυβερνώντες ελπίζουν ότι κάτι θα καταφέρουν σηκώνοντας κουρνιαχτό, ας παραδειγματιστούν από ένα πολύ ταιριαστό για την περίπτωσή τους λαϊκό γνωμικό. «Ξερή λάσπη δεν πιάνει».
Διερωτάται ωστόσο εύλογα κανείς: Είναι δυνατόν οι ασκούντες τη διακυβέρνηση αυτής της χώρας να έχουν εκπέσει σε τέτοιο βάραθρο πολιτικού αμοραλισμού και μισαλλοδοξίας;
Η απάντηση είναι απλή. Ασφαλώς και το αντιλαμβάνονται. Προκειμένου όμως να γαντζωθούν στους κυβερνητικούς θώκους και να απολαμβάνουν τα προνόμια της εξουσίας και κυρίως μη έχοντας να προβάλουν και το ελάχιστο κυβερνητικό έργο καταφεύγουν στη μόνη λύση που τους απομένει. Τη λασπολογία, το τελευταίο στάδιο της πολιτικής αποτυχίας. Εχω κάνει λόγο για άναρθρες κραυγές, ασύστολη δημαγωγία, αχαλίνωτη λασπολογία, πολιτικό βούρκο, πολιτικό βόρβορο. Σήμερα προχωρώ και ένα βήμα παραπέρα: πρόκειται για πολιτική αλητεία.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης