Αυτή τη φορά η επιλογή δεν ήταν ανάμεσα στην καλή και την κακή δημοσιότητα. Ηταν ανάμεσα στην καλή, την κακή και τη μη δημοσιότητα. Και ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε τη μη δημοσιότητα για να επισκεφθεί το Μάτι. Από τα μέσα που θα σχολίαζαν αρνητικά την επίσκεψή του και εκείνα που θα την προέβαλλαν θετικά, εκείνος προτίμησε τη μέρα χωρίς μέσα ενημέρωσης. Τη μέρα που όλα φαίνονται καλύτερα επειδή δεν υπάρχει κανείς να υπενθυμίσει εκείνα που δεν είναι καλά.
Η επιλογή Τσίπρα λέει πολλά για την τακτική των δημοσιογράφων να απεργούν σχεδόν ρομποτικά όταν προκηρύσσει απεργίες η ΓΣΕΕ – κάποτε την ίδια μέρα με την ΓΣΕΕ και μετά την τραγωδία της Marfin την προηγούμενη. Λέει όμως ακόμη περισσότερα για τον ίδιο τον Τσίπρα και τη σχέση του με τα μέσα ενημέρωσης. Και λέει και για τη σχέση του με μια άλλη τραγωδία, εκείνη στο Μάτι: αφού στο ισοζύγιο θετικής – αρνητικής δημοσιότητας θα υπερισχύει πάντα η αρνητική, είναι καλύτερα να ξεχαστεί. Είναι καλύτερα η επίσκεψη να μην καλυφθεί, αλλά να μοιάζει με μπαγιάτικη είδηση, να είναι κάτι που θα έχει καταχωριστεί στο χθες και γι’ αυτό δεν θα αξίζει μια θέση στο σήμερα.
Πιθανότατα δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς για μια κυβέρνηση που το βράδυ της πυρκαγιάς στο Μάτι έπαιζε κρυφτό με τους νεκρούς και το επόμενο ζωγράφιζε φωτιές σε δορυφορικές φωτογραφίες για να στηρίξει τη θεωρία του οργανωμένου σχεδίου εμπρησμών. Είναι αμφίβολο εάν κέρδισε κάτι εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση, ακόμη λιγότερα κέρδισε η ενημέρωση. Εκείνη που κέρδισε πάντως με βεβαιότητα ήταν η συνωμοσιολογία. Και ήταν αυτή η ίδια συνωμοσιολογία που πρώτα με τους υπαινιγμούς του ίδιου του Τρίπρα και έπειτα με τις ζωγραφιστές φωτιές της συνέντευξης Τύπου έδωσε το μέτρο του επικοινωνιακού φιάσκου.
Από αυτήν την άποψη, η απεργία των δημοσιογράφων δεν προστάτευσε τον Τσίπρα μόνο από την αρνητική δημοσιότητα. Τον προστάτευσε και από την πιθανότητα ενός ατυχήματος που θα προκαλούσε ο πειρασμός να κάνει στις στάχτες ακόμη λίγη προπαγάνδα.