Ας αρχίσουμε από τα ανάλαφρα. Ο Ριχάρδος, ως φιγούρα και εταιρική επωνυμία, μπήκε στη ζωή μας, μέσω τηλεόρασης, πριν από δυο-τρία χρόνια. Κάτι «λευκές» νύχτες που η αϋπνία σού δίνει το άλλοθι να αποχαυνώνεσαι με προγράμματα που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα παρακολουθούσες ποτέ. Τότε τον πρωτοείδαμε. Σαν στυλιστικό «δραπέτη» από βιντεοκασέτα της δεκαετίας του 1980. Με καλοχτενισμένα μαλλιά, υπερφυσική φρεσκαδούρα και κουμπιά έτοιμα να εκραγούν. Και φυσικά, καδένες και μπιζού που «έγραφαν» τηλεοπτικά πάνω στο μαύρο, μαγκίτικο πουκάμισο. Ακούγοντάς τον να μιλάει, στις εκπομπές που χορηγούσε, μπορεί να νόμιζες ότι ήταν εκπρόσωπος κάποιας ομάδας αλληλεγγύης. Τόση αγάπη για τον πλησίον. Και μετά άρχιζαν οι μεγάλου μήκους διαφημίσεις. Με την απαρίθμηση των υποκαταστημάτων του απανταχού της Ελλάδας. Σαν να κάναμε επανάληψη τη Γεωγραφία του Δημοτικού (εκείνη η «γεφυροπλάστιγγα» στα Χανιά ποτέ δεν κατάλαβα τι είναι – συγγνώμη φίλοι μου Χανιώτες – αλλά δυνάμωνα τον ήχο γιατί μου άρεσε η λέξη). Και μετρώντας, με εμμονή και σχολαστικότητα τα υποκαταστήματα, νομίζω ότι είχαν ξεπεράσει τα εβδομήντα.

Πάμε τώρα στα τραγικά. Στο πώς, δηλαδή, τα τελευταία χρόνια εξοικειωθήκαμε με τα ενεχυροδανειστήρια που κάποτε είχαμε την αφέλεια να πιστεύουμε ότι ανήκαν οριστικά και αμετάκλητα στην εποχή των σαράφηδων. Γιατί, όταν το «ρωμαίικο πανόραμα αγοράς χρυσού» τελείωνε, δεν μπορούσες παρά να μη σκεφτείς τους πελάτες που συντηρούσαν τον Ριχάρδο. Αυτούς που πήγαιναν να πουλήσουν («σε τιμή κοσμήματος και όχι χρυσού») τα «χρυσάφια» της ζωής τους. Τις βέρες του παππού και της γιαγιάς, τα συζυγικά δώρα από τις εποχές που «η βιοτεχνία πήγαινε καλά», τα μικροκοσμήματα της μητέρας. Τέτοια ήταν, τα είδαμε και στις φωτογραφίες από τη σύλληψη, δεν φανταζόμασταν ότι πήγαιναν εκεί τα «πετράδια του στέμματος». Ούτε βέβαια ότι οι δουλειές του Ριχάρδου ήταν απολύτως «καθαρές». Το δράμα όμως είναι ότι, σε εποχές κρίσης, η συνθηκολόγηση με την υποψία της παρανομίας μπορεί να είναι για πολλούς μια κάποια λύση.