Το 1984 η νεοσύστατη θεατρική ομάδα Σκηνή ανεβάζει τη δεύτερη παραγωγή της στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, εισάγοντας στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα της εποχής ένα νέο ήθος που θα επηρεάσει και θα διαμορφώσει στη συνέχεια τη θεατρική παραγωγή. Ο Λευτέρης Βογιατζής, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της παράστασης «Οι αγροίκοι» μιλά στον Βασίλη Αγγελικόπουλο για το ανέβασμα του έργου του Κάρλο Γκολντόνι.
«”Δεν ξέρω αν αυτό που κάνουμε συνιστά κάτι το ιδιαίτερο, γιατί προσωπικά, κάνοντάς το το ανακαλύπτω”, λέει ο Λευτέρης Βογιατζής, ιδρυτικό στέλεχος της “Σκηνής” και σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής των “Αγροίκων”.
“Εμείς”, συνεχίζει, “προσπαθούμε απλώς να κάνουμε αυτό που θέλουμε και που νομίζουμε ότι πρέπει. Δεν το αντιμετωπίζουμε σαν κάτι «καινούργιο» ή «ιδιαίτερο» και για έναν άλλο λόγο: γιατί κλείνει μέσα του πολλά πράγματα από αυτά που μας έχουν συγκινήσει στο παρελθόν, πολλές μορφές του θεάτρου από τις οποίες διδαχτήκαμε και μάθαμε να ονειρευόμαστε, πώς να κάνουμε τη δουλειά μας”.
Οι εφτά άνθρωποι που ίδρυσαν τη “Σκηνή” – ηθοποιοί όλοι, αλλά και με ακαδημαϊκές σπουδές αρκετοί απ’ αυτούς – ξεκίνησαν από την παρέα που έκαναν μεταξύ τους και από τη διαπίστωση ότι τους έδενε η ίδια λαχτάρα και ορισμένες κοινές ιδέες για το θέατρο: εκτός από τον Λευτέρη Βογιατζή, ήταν η Ράνια Οικονομίδου, η Σμαράγδα Σμυρναίου, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Τάσος Μπαντής, ο Δημήτρης Καταλειφός και η Αννα Κοκκίνου.
Διακεκριμένοι, ήδη, οι περισσότεροι από τη μέχρι τότε θητεία τους στο θέατρο, ίδρυσαν τη “Σκηνή” με κύριο στόχο “την κατάκτηση μιας κοινής θεατρικής γλώσσας – πράγμα απαραίτητο για να κατεβάσει το νόημα του έργου στο κοινό”.
“Ετυχε οι περισσότεροι από μας να βρισκόμαστε σε μία καμπή της ηλικίας μας και της τέχνης μας, με δυνατότητες πολύ πιθανόν άγνωστες και σε εμάς τους ίδιους…”, λέει ο Λευτέρης Βογιατζής. “Δεν πιστεύω ότι για να καταφέρεις κάτι (στη δουλειά σου), στην τέχνη σου, πρέπει αναγκαστικά να είσαι «χαρισματικό άτομο». Είναι μύθοι αυτά. Χαρισματικά άτομα υπάρχουν – σαφώς. Αλλά πιστεύω ότι σχεδόν κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του δυνατότητες άγνωστες, ακόμη και σε αυτόν τον ίδιο. Που για να αποκαλυφθούν όμως και να αποδώσουν, χρειάζεται όρεξη για δουλειά και για μάθηση, συγκέντρωση, «συμμετοχή» σε αυτό που κάνεις. Δεν είναι θέμα ορθοφωνίας η ερμηνεία ενός ρόλου. Είναι θέμα συμμετοχής του ηθοποιού σε αυτό που κάνει και του τρόπου με τον οποίο συμμετέχει. Αλλά εδώ δεν έχουμε συνηθίσει να δουλεύουμε έτσι. Κλεινόμαστε στον εγωισμό μας και δε διδασκόμαστε τίποτα από τους άλλους. Προσωπικά, δεν ξέρω αν θα είχα καταλάβει τίποτα από θέατρο αν δεν είχα δει την Παξινού, τον Μινωτή, τη Λαμπέτη, τον Χορν, τις παραστάσεις του Κουν… Ανακαλύπτοντας την επιθυμία μου να βρίσκομαι στη σκηνή, τη χαρά μου να παίζω, ανακαλύπτω και τα προβλήματά μου ως παίκτης, ως ηθοποιός”, λέει ο Λευτέρης Βογιατζής. “Και για να διατηρήσω τη χαρά μου να παίζω, πρέπει να ξεπεράσω αυτά τα προβλήματα, να βρω τρόπους να ανακαλύψω και να επιστρατεύσω τις δυνατότητές μου, άγνωστες ίσως και σε εμένα, ώς εκείνη τη στιγμή, για να ξεπεράσω το πρόβλημά μου και να συνεχίζω να παίζω. Ολη αυτή η διαδικασία βελτιώνει την απόδοση του ηθοποιού, δίνει στη «χαρά τού να παίζω» όλο και νέες μορφές από έργο σε έργο, όλο και λεπτότερες αποχρώσεις… Μόνο με την εσωτερική λειτουργία θα αναγάγει ο ηθοποιός επί σκηνής  σε «υψηλότερη μορφή» τα πόδια του, τα χέρια του, τη φωνή του, αυτά που χρησιμοποιεί κάθε μέρα στη ζωή του και που είναι τα μόνα του υλικά ως καλλιτέχνη. Πώς αλλιώς θα τα διαφοροποιήσει πάνω στη σκηνή; Αν τα αλλάξει επίτηδες, θα είναι ψεύτης. Αν δεν τα διαφοροποιεί, θα επαναλαμβάνει συνεχώς τον εαυτό του”.
Το κέρδος για τον καλλιτέχνη είναι πολλαπλό: “Ανακαλύπτεις τον ανθρωπισμό σου. Γιατί αναγκάζεσαι να έρθεις σε επαφή με τέτοια προβλήματα, να θίγονται μέσα σου ζητήματα τέτοια που πρέπει να  δώσεις κάτι από τον εαυτό σου για να τα λύσεις, άρα να έρθεις κοντά στους άλλους. Καταλαβαίνεις; Η ατομικότητα πρέπει να αναπτύσσεται στο έπακρο για να επιτευχθεί το αρμονικό σύνολο. Χάρη στη μοναξιά μας είμαστε μαζί με τους άλλους”»…