Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Η Ιστορία δεν διδάσκεται με ανώνυμα (και χρυσαυγίτικα) SMS και η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν ασκείται με συλλαλητήρια και καταλήψεις. Ανεξάρτητα πάντως με το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τη «συμφωνία των Πρεσπών», η εκπαιδευτική πράξη είναι μια ζωντανή διαδικασία που εμπεριέχει τον λόγο και τον αντίλογο, τη γνώση και την εξέταση των πηγών, τον κριτικό έλεγχο της βιβλιογραφίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να συρρικνώνεται σε μια σύγκρουση αντίθετων μαθητικών «παρατάξεων» για το ποιος θα είναι πρωταγωνιστής στην ιδεολογία του μίσους, της μνησικακίας και της τυφλής σύγκρουσης. Για να το πω απλά: φοβάμαι πως αν βιαστούμε να διαιρέσουμε τους μαθητές σε «πατριώτες», σε «φασίστες», σε «ξεπουλημένους» και σε «προοδευτικούς», ήδη αφήνουμε ένα κρίσιμο πολιτικό έδαφος στη Χρυσή Αυγή για να βγάλει πρόσκαιρο κομματικό μεροκάματο στο όνομα του Μεγαλέξαντρου.
Αν το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο είναι μία από τις πιο σημαντικότερες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, τότε θα πρέπει όλα τα κόμματα να στείλουν άμεσα ένα μήνυμα στους λογής λογής «καταληψίες»: επιστροφή στα θρανία. Το μάθημα, η διδασκαλία και τα βιβλία είναι η μόνη εγγύηση για να συζητηθούν όλα αυτά τα επίδικα ζητήματα της δημόσιας ιστορίας και της ελληνικής ταυτότητας. Εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια, άλλωστε, ο μόνος τρόπος που επινόησε η δημοκρατία ήταν η αναζήτηση της έγκυρης γνώσης και της στοχαστικής επιχειρηματολογίας. Σε ένα πράγμα πρέπει λοιπόν να συμφωνήσουμε: το «κλειστό σχολείο» είναι ένα νεκρό σχολείο, που μοιραία οδηγεί στη γοητεία της σκοτεινής συνωμοσιολογίας, του πολιτικού ανορθολογισμού, της εύκολης συνθηματολογίας, του διχασμού και της βίας.
Ηδη από τον Δεκέμβριο του 2008, η ελληνική κοινωνία πλήρωσε ακριβά τη βίαιη έκρηξη μιας νεολαίας που εκδήλωσε αντιδραστικά την αντι-κοινωνική της δράση, πασπαλισμένη με μπόλικα τσιτάτα αντι-συστημισμού. Ενα κομμάτι της Ριζοσπαστικής Αριστεράς έσπευσε τότε να «αφουγκραστεί» και να υιοθετήσει τη φωνή των «αγανακτισμένων» εφήβων, χωρίς να κατανοεί πως ανεπίγνωστα άνοιγε τον δρόμο για να μετατρέψει την εκπαίδευση σε μια αρένα εκτόνωσης πολιτικών παθών με συνεχή πεδία μαχών. Μία δεκαετία μετά, διάφοροι τζογαδόροι της πολιτικής και διάφοροι νεο-ναζί συνωστίζονται δίπλα στις αίθουσες διδασκαλίας προσπαθώντας να εργαλειοποιήσουν το πρόβλημα με την ΠΓΔΜ, επινοώντας νέους «μακεδονομάχους». Υπάρχει, πράγματι, μια γραμμή που ενώνει τα παλιά «μακεδονικά» συλλαλητήρια, τις συνάξεις των Αγανακτισμένων, το δημοψήφισμα του περήφανου «Οχι» και τις νέες μαθητικές καταλήψεις. Με διαφορετικές αφετηρίες και στοχεύσεις, αποτελούν κρίσιμες καμπές και κορυφώσεις του εθνολαϊκισμού, σε μια χώρα που διαρκώς αναζητά το μέλλον της μέσα στο παρελθόν της. Θα αφήσουμε τους μαθητές εντελώς απροστάτευτους σε αυτό το περίεργο πείραμα των συγκοινωνούντων δοχείων;
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων