Είναι σαν να έχουν όλοι δίκιο. Και η Γεροβασίλη που φοβάται τον εκφασισμό των σχολείων και ο Γεωργιάδης που λέει ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές καταλήψεις και εκείνοι που λένε ότι τα παιδιά είναι πολύ παιδιά για να ασχολούνται με τα εθνικά θέματα και οι άλλοι που επισημαίνουν ότι οι 17άρηδες πλέον ψηφίζουν και επομένως νομιμοποιούνται να εκδηλώνονται πολιτικά. Εχουν τόσο δίκιο όλοι που τελικά δεν έχει κανένας.
Ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς για μια κατάληψη που δεν περιβάλλεται από την αχλύ της νεανικής επαναστατικότητας. Αυτή δεν είναι μια κατάληψη στην οποία αποτυπώνεται το χάσμα των γενεών, αυτό το πολεμικό αλλά πάντως καθησυχαστικό σχήμα, αλλά η διείσδυση της μεγαλύτερης γενιάς στη μικρότερη. Είναι μια κατάληψη με ενήλικους υποκινητές και ενήλικες νουθεσίες, είναι μια κατάληψη που πυροδοτεί μια σύγκρουση μεγάλων πάνω από μια ομάδα μικρών. Προκαλεί φόβο στους πιο νουνεχείς επειδή ακόμη κι αν σε αυτή την κατάληψη υπάρχει μια καλή δόση μαθητικού χαβαλέ, αυτός είναι ένας μαθητικός χαβαλές που δεν σηκώνει καθόλου πλάκα. Και προκαλεί και αμηχανία σε εκείνους που είχαν εντάξει τις καταλήψεις στο επαναστατικό τους φαντασιακό, σε όλους εκείνους που προτιμούσαν τα παιδιά ανεβασμένα στα κάγκελα του σχολείου τους παρά αραγμένα στον καναπέ του σπιτιού τους.
Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος ανεβαίνει στα κάγκελα του σχολείου του όχι για να μην ενημερώνονται οι γονείς για τις κοπάνες όπως είχε κάνει κάποτε ο Τσίπρας, ούτε για να πάει πενταήμερη όπως έκαναν χιλιάδες άλλοι μαθητές και ούτε καν για κάποιον νόμο Αρσένη ή Γιαννάκου αλλά για τη «Μακεδονία που είναι ελληνική»; Τι συμβαίνει όταν ο υποκινητής των καταλήψεων δεν είναι το ΚΚΕ αλλά η Χρυσή Αυγή κι εκείνος που καταδικάζει δεν είναι οι συντηρητικοί αλλά όσοι έκαναν καριέρα με καταλήψεις; Συμβαίνει ακριβώς αυτό: να έχουν τόσο δίκιο όλοι που τελικά να μην έχει κανένας – ούτε καν τα παιδιά.