Το ομιχλώδες νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων, καθώς και η μεγάλη ακμή που γνώριζε ο χώρος λόγω της κρίσης, με αποτέλεσμα πολλοί πολίτες να οδηγούνται σε τέτοιου είδους καταστήματα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση της λαθρεμπορίας χρυσού, όπως προκύπτει και από τις καταγραφές των διωκτικών Αρχών στα έγγραφα της δικογραφίας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας, μέσω της επιχείρησης – μανδύα με την επωνυμία Ενεχυροδανειστήρια Ριχάρδος, οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης φέρεται ότι εξασφάλιζαν κάλυψη για τον εαυτό τους και τα λοιπά μέλη «εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τις δυνατότητες που τους έδινε το χαλαρό – ομιχλώδες νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των ενεχυροδανειστηρίων». Ετσι, οι κατηγορούμενοι φέρεται να είχαν καταφέρει να συγκροτήσουν εγκληματική οργάνωση, που – σύμφωνα με τα στοιχεία της προανάκρισης – «διέθετε εσωτερική διάρθρωση και ιεραρχική δομή, με την έννοια ότι τα κατώτερα μέλη υπέτασσαν τη βούλησή τους στα ανώτερα και όλοι μαζί διαμόρφωναν μια ενιαία βούληση και μέσα από την αδιάκοπη και συνεχή λειτουργία της οργάνωσης στόχευαν στον παράνομο πλουτισμό».
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ. Βασικό χαρακτηριστικό των δύο εγκληματικών οργανώσεων που είχαν θέσει υπό παρακολούθηση εδώ και πολύ καιρό οι διωκτικές Αρχές ήταν ότι «μέσω της αφθονίας των οικονομικών μέσων» που διέθεταν, κυρίως τα αρχηγικά μέλη, χρηματοδοτούσαν καθημερινά μέλη τους, με σκοπό την αγορά σχεδόν του συνόλου του χρυσού που οι οικονομικά εξαθλιωμένοι συμπολίτες μας ενεχυρίαζαν ή πωλούσαν σε καταστήματα χορήγησης πιστώσεων επ’ ενεχύρω ή αγοράς χρυσού έναντι ελάχιστων χρημάτων, καθώς και την αγορά χρυσού από κάθε πηγή ανεξαρτήτως προέλευσης.
Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει μία ακόμα ενδιαφέρουσα πληροφορία που επισημαίνεται στο διαβιβαστικό: «Από την έρευνα δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι κατηγορούμενοι περιήλθαν με τον καιρό σε κατάσταση πλήρους ανομίας και ένεκα της ανεμπόδιστης και συνεχούς παράνομης δράσης τους, ενεργώντας ως “νόμιμοι” επιχειρηματίες του είδους, απαξίωσαν πλήρως στη συνείδησή τους Αστυνομικές, Οικονομικές και Δικαστικές Αρχές. Σημειωτέον είναι το γεγονός ότι έπειτα από ελέγχους ή συλλήψεις για ελαφρά αδικήματα σε σύγκριση με το μέγεθος της όλης δραστηριότητάς τους, βελτίωναν τις τεχνικές τους και τις όποιες αδυναμίες τους εντόπιζαν οι Αρχές, έτσι ώστε σε μελλοντικούς ελέγχους να μην μπορούν να διαπιστωθούν ούτε τέτοια αδικήματα».
Δεν είναι τυχαίο πως στο ίδιο διαβιβαστικό, που αριθμεί 252 σελίδες, περιλαμβάνονται εκφράσεις όπως «αριστουργηματικά οργανωμένη εγκληματική οργάνωση» και «μοναδικής σύλληψης τέχνασμα», θέλοντας προφανώς να καταδείξουν οι αστυνομικοί που ασχολήθηκαν με την υπόθεση ότι όλα είχαν μελετηθεί μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια.
ΑΥΣΤΗΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ. Από τους ρόλους που φέρεται – κατά τις Αρχές πάντα – να είχαν οι εμπλεκόμενοι μέχρι την επιλογή έμπιστων μελών, που ήταν τα λεγόμενα «πασπαρτού» της οργάνωσης, και από το «κρυφό αρχηγείο», μέχρι τον χώρο συγκέντρωσης του χρυσού «καβάτζα», στον οποίο είχαν πρόσβαση μόνο τα έμπιστα μέλη, τα κριτήρια ήταν αυστηρά.
Οσον αφορά τη δραστηριότητα της οργάνωσης, όπως προκύπτει από το προανακριτικό υλικό, «ήταν κλειστός κύκλος πλήρως ελεγχόμενος σε κάθε στάδιο και άμεσα συνδεδεμένος με δεύτερο κύκλο νομιμοποίησης των κερδών τους, ο οποίος ομοίως ήταν ελεγχόμενος από τους ίδιους».
Ο πρώτος κύκλος φέρεται να περιελάμβανε τη βασική εγκληματική δραστηριότητα που ήταν η συγκέντρωση χρυσού, τη συγκάλυψη της δράσης τους, τη διαδικασία μετατροπής σε σκραπ (τήξη), την εξαγωγή, την πώληση και την είσπραξη των κερδών.
Ο δεύτερος κύκλος περιελάμβανε τη νομιμοποίηση των εσόδων από την τοποθέτηση των κερδών της εγκληματικής οργάνωσης σε νομιμοφανή επιχείρηση – μανδύα, εμφανίζοντάς τα ως κέρδη αυτής και την απόκτηση με τα επίμαχα κέρδη σημαντικών περιουσιακών στοιχείων με τελικό σκοπό την είσπραξη κερδών από την εκμετάλλευση αυτών.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στην προανακριτική δικογραφία, «τα αρχηγικά μέλη των δύο εγκληματικών οργανώσεων είχαν συμφωνήσει ως προς την τιμή του χρυσού με σκοπό την απαλοιφή του μεταξύ τους ανταγωνισμού». Η διασύνδεση σε επίπεδο αρχηγών αφορούσε το «κλείσιμο συμφωνιών» που είχαν πάγιο χαρακτήρα και επέτρεπε στις εγκληματικές οργανώσεις να λειτουργούν ταυτόχρονα και παράλληλα χωρίς η δράση της κάθε μίας να επηρεάζει την άλλη, αντίθετα, ανάλογα με το αντικείμενο της δράσης υπήρχαν και συνεργασίες.