Ο Γιάννης Μπουτάρης, ο Κυρ Γιάννης όπως άρχισαν να τον φωνάζουν εξαιτίας της γνωστής φίρμας κρασιών που ο ίδιος είχε ιδρύσει, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από τον Αρκτούρο, ο «κόκκινος βιομήχανος» όπως τον αποκαλούσαν στον κόσμο των επιχειρήσεων λόγω των πολιτικών απόψεών του και της εμπλοκής του στα δημοτικά πράγματα αρχικά ως συμβούλους της παράταξης του ΚΚΕ, ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης με κοσμοπολίτικη φινέτσα που διαδέχθηκε δημάρχους οι οποίοι είχαν επενδύσει στην εμπέδωση της αγοραφοβικής αντίληψης ότι η πόλη υστερεί έναντι του «αθηνοκεντρικού κράτους», αποφάσισε να μη διεκδικήσει τρίτη θητεία στο δημαρχιακό αξίωμα. Εύλογο. Οταν τελειώσει η θητεία του, το επόμενο φθινόπωρο, ο Γιάννης Μπουτάρης θα προσεγγίζει τα 77 (έχει γεννηθεί το 1942). Αλλά δεν είναι μόνο η ηλικία αποτρεπτικός παράγων για μια επανέκθεση του σημερινού δημάρχου.

Επειδή, πρωτίστως, έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Το 2010, όταν πρωτοεκτέθηκε και πρωτοεξελέγη στον δημαρχιακό θώκο, ως κοινωνία αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε τη χρεοκοπία και οι επιτήδειοι οργάνωναν τις προσωπικές καριέρες τους πατώντας στον λαϊκισμό του αντιμνημονίου. Ο Γιάννης Μπουτάρης (όπως και ο Γιώργος Καμίνης στην Αθήνα) διεκδίκησε τη δημαρχία ως επικεφαλής της Πρωτοβουλίας για τη Θεσσαλονίκη, ενός σχήματος που επιζητούσε από την πολιτική τον ρεαλισμό. Ενός σχήματος που δεν στηριζόταν στα κόμματα, αλλά κατάφερε να εκπροσωπήσει ένα ευρύτερο μπλοκ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες διεκδικούσαν πολιτική αξιοπρέπεια, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις των κοινωνιών προκειμένου η χώρα να πάψει να βυθίζεται.

Πριν απ’ όλα, όμως, ο Μπουτάρης (κι ο Καμίνης) απευθύνθηκε στους ψηφοφόρους προτάσσοντας το βαθύτατα πολιτικό αίτημα μιας ριζικής αλλαγής της πόλης. Φιλική στους κατοίκους της, ζωντανή και πολύχρωμη. Την ανάγκη να γίνει η Θεσσαλονίκη ανοιχτή στον κόσμο και, ταυτόχρονα, ανοιχτή στη διαφορετικότητα. Χωρίς γκέτο. Πόλη που να γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν, που δεν θα θάβει επιλεκτικά την ιστορική μνήμη της, τουλάχιστον το κομμάτι της που δεν συμμορφώνεται με την επίσημη εθνική ιδεολογία.

Τα παραπάνω δεν ήταν εύκολα, χρειαζόταν ο Μπουτάρης να τα βάλει με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές – με την ντόπια συντήρηση που είχε την εξουσία στη Θεσσαλονίκη, αλλά και με βαθύτατα ριζωμένες νοοτροπίες που κρατούσαν την πόλη αγκυλωμένη. Τα έβαλε. Και ως προς αυτό ήταν αποτελεσματικός. Επένδυσε στο άνοιγμα της πόλης, αναμετρήθηκε με το παρελθόν της, με την πόλη των φαντασμάτων, ανέσυρε την εβραϊκή κληρονομιά αλλά και την πολυπολιτισμικότητα των χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – κι αυτό είχε απτό αποτέλεσμα, έφερε τουρισμό, δηλαδή πόρους στην πόλη. Και σίγουρα συνέτριψε προσωπικά τα πρόσωπα της καθυστέρησης άλλων εποχών, αντιπαρατιθέμενος με τον Παναγιώτη Ψωμιάδη και τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ανθιμο, που και οι δυο ήταν εκφραστές μιας εσωστρεφούς και εθνικόφρονος επαρχιακής πόλης.

Ολα τα παραπάνω, προφανώς, αφορούν την ιδεολογική ταυτότητα του Μπουτάρη, την ταυτότητα της δημαρχίας του, αυτό που λένε «το αφήγημα». Το αφήγημα, λοιπόν, πήγε μια χαρά. Ως πολιτικός, δηλαδή, ο Μπουτάρης εξέφρασε την εξωστρέφεια της πόλης του. Αλλά ως διαχειριστής, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι βελτίωσε εμφανώς την καθημερινότητα. Η δημιουργία του πάρκου της Νέας Παραλίας είχε δρομολογηθεί από παλιά, ενώ οι δημότες φωνάζουν για την καθαριότητα και την κατάληψη δημόσιων χώρων από μαγαζιά και αυτοκίνητα. Η δημαρχία Μπουτάρη, λένε όσοι παρακολούθησαν στενά το εγχείρημα της Πρωτοβουλίας, διαφέρει από θητεία σε θητεία. Ως το 2014, η Πρωτοβουλία ήταν ορμητική, το νέο πνεύμα φαινόταν, καθρεφτιζόταν στην πόλη. Ομως, στο εσωτερικό της δημοτικής κίνησης είχαν αρχίσει οι διαφωνίες και οι τριγμοί. Βαθμιαία, τα στελέχη που είχαν στηρίξει τη δημαρχία Μπουτάρη, στη συντριπτική πλειονότητά τους, αποχώρησαν. Ανάμεσά τους, και τα δυο πρόσωπα που στην αρχή ήταν το δεξί χέρι του δημάρχου, ο πασοκογενής και έμπειρος στα αυτοδιοικητικά Ανδρέας Αβραμόπουλος και ο ανανεωτικός αριστερός Ανδρέας Κουράκης.

Εκεί, μαζί με τη συνοχή και τον ενθουσιασμό, χάθηκαν και οι συμβολισμοί. Και το στοίχημα της δημαρχίας Μπουτάρη ανακόπηκε. Στην πορεία, ο Αλέξης Τσίπρας (το κόμμα του οποίου, όχι μόνο μέσω των τοπικών στελεχών, πολέμησε στο παρελθόν με κάθε τρόπο την Πρωτοβουλία) επιδίωξε, στο όνομα της προοδευτικότητας αλλά και επειδή ο δήμαρχος ήταν ανέκαθεν υπέρ της προσέγγισης της Ελλάδας με την ΠΓΔ της Μακεδονίας, να οικειοποιηθεί τον Μπουτάρη και τους συμβολισμούς του. Ο δήμαρχος βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα, να αποχωρήσει έχοντας τουλάχιστον στα συν του τη διεκδίκηση μιας Θεσσαλονίκης – ανοιχτής πόλης ή να συνεχίσει εκχωρώντας μέρος της προσπάθειάς του στον ΣΥΡΙΖΑ; Επέλεξε να μη συνεχίσει.

Αποχωρεί με θετικό πρόσημο, ελπίζοντας ότι όσοι τον διαδεχθούν δεν θα οδηγήσουν την πόλη πίσω, στην καθυστέρηση. Ηδη, ο ίδιος επιχειρεί να εμφανιστεί ως υπερκομματικός, ως υπεράνω. Δεν μπορεί, όμως, ένας δήμαρχος που εξελέγη με ρήξεις να υπονομεύει το παρελθόν του. Δήλωσε, π.χ., ότι η Κατερίνα Νοτοπούλου, στην υποψηφιότητα της οποίας προσανατολίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι καλή δήμαρχος. Γνωρίζει καλά ότι δεν θα είναι. Αφενός, επειδή είναι πρόσωπο του κομματικού σωλήνα, χωρίς εμπειρία διαχείρισης μιας πολύπλοκης δομής όπως ο δήμος. Αφετέρου, επειδή δεν έχει ούτε πολιτική εμπειρία ούτε εμπειρία ζωής – δεν αρκεί η κομματική ταυτότητα για να ηγηθείς πολιτικών σχημάτων, στην ουσία θα είσαι η βιτρίνα πίσω από την οποία θα βυσσοδομούν οι μηχανισμοί. Κι αυτά ο Γιάννης Μπουτάρης τα ξέρει καλά.