Μέχρι να δοθεί – που είναι αμφίβολο αν ποτέ θα δοθεί – απάντηση στο αν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη, ένα είναι βέβαιο. Οτι οι άνθρωποι που οι ζωές και οι περιπέτειές τους παραπέμπουν σε ήρωες μυθιστορημάτων, σπανίως γνωρίζουν αυτούς τους ήρωες και αυτά τα μυθιστορήματα. Για παράδειγμα, η 53χρονη Δήμητρα Τσιαντάκη, η καθαρίστρια που «απέκτησε» πρόσωπο και όνομα μετά την περασμένη Τετάρτη, όταν δηλαδή το Πενταμελές Εφετείο της Λάρισας αποφάσισε την αναστολή της απόφασης που την οδήγησε στις φυλακές του Ελαιώνα Θηβών, δεν είναι πολύ πιθανόν να ξέρει ούτε τον Βίκτωρα Ουγκώ, ούτε τους «Αθλίους», ούτε τον Γιάννη Αγιάννη. Ισως τώρα, στην ασφάλεια του σπιτιού της, όταν τα παιδιά της τής δείξουν τις δεκάδες χιλιάδες αναφορές συμπαράστασης που έγιναν γι’ αυτήν στο διαδικτυακό σύμπαν, μπορεί και να ενδιαφερθεί να μάθει ποιος είναι τέλος πάντων αυτός με τον οποίον την ταύτισε ο κόσμος. Ενας αρχετυπικός ήρωας, ένας άνθρωπος που η ζωή τον πέταξε στο περιθώριό της και η Πολιτεία τον τιμώρησε εξαντλώντας την αυστηρότητά της για ένα «έγκλημα» που γι’ αυτόν ήταν μονόδρομος προς τη στοιχειώδη επιβίωση. Για ένα κομμάτι ψωμί. Ισως πιο συμπαθής ακόμη και από κάποιον αθώο που καταδικάστηκε κατά λάθος. Γιατί, στη ζωή και τη λογοτεχνία, η συνειδητή σκληρότητα είναι πιο απειλητική από την ασυνείδητη πλάνη. Ετσι ακριβώς όπως το περιγράφει η ίδια μετά την αποφυλάκισή της: «Στο δικαστήριο ζήτησα μια δεύτερη ευκαιρία. Ηταν όμως σκληροί και παγωμένοι. Πίστεψα ότι, επειδή ήταν γυναίκες, μπορεί και μάνες, ίσως με καταλάβαιναν. Νόμιζα ότι θα αγγίξω την καρδιά τους, αλλά δεν τα κατάφερα».

Εδώ όμως προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Πρέπει οι δικαστές να δικάζουν με γνώμονα το συναίσθημά τους; Πολύ περισσότερο, βάσει του συναισθήματος της κοινής γνώμης; Σαφώς όχι. Το περιβόητο κοινό περί δικαίου αίσθημα, αν «διαβαστεί» ανάποδα, δεν απέχει πολύ από τα λαϊκά δικαστήρια. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται περί κακοδικίας. Με την τυπική έννοια. Η ουσία όμως κρύβεται στο ότι οι δικαστές δικάζουν σύμφωνα με τους νόμους. Αν κάποιοι νόμοι είναι κακοί ή ξεπερασμένοι σε σχέση με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, δεν φταίει ο δικαστής, αλλά ο νομοθέτης. Κι εδώ, όσοι νομικοί έχουν πάρει θέση, μιλούν για έναν νόμο που θα έπρεπε να είχε αλλάξει προ πολλού. Επιπλέον, στην υπόθεση Τσιαντάκη, η εξάντληση της αυστηρότητας ως προς το γράμμα αυτού του νόμου αποκτά μια ιδιαίτερη διάσταση μέσα σε ένα ειδησεογραφικό περιβάλλον όπου περιστατικά χρήσης πλαστών πτυχίων (με οφέλη πολύ πιο σημαντικά από τον μισθό μιας καθαρίστριας) δεν φτάνουν καν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Σε ένα τέτοιο φόντο το (μικρό) έγκλημα και η (μεγάλη) τιμωρία της Δήμητρας είναι φυσικό να προκαλέσουν αυτό το τεράστιο κύμα συμπαράστασης που καταγράφηκε ακόμη και από έντυπα του εξωτερικού. Και δεν είναι αυτή η μόνη αντίθεση στην ιστορία. Η λέξη «πλαστογραφία» είναι πολύ βαριά και ακαδημαϊκή σε σχέση με την ασημαντότητα ενός απολυτηρίου Δημοτικού.

Μέχρι την ημέρα της αποφυλάκισής της, η Δήμητρα Τσιαντάκη ήταν, αορίστως, η «καθαρίστρια». Ενα ζευγάρι πλαστικά γάντια στις αφίσες διαμαρτυρίας. Μια φωτογραφία αρχείου με το στρίφωμα της μπλε ρόμπας εργασίας δίπλα σε έναν κουβά και μια σκούπα στα έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα. Μια φωνή που αναφερόταν, χωρίς μελό κορόνες, στις συνθήκες της ζωής που την έκαναν να πλαστογραφήσει το απολυτήριο του Δημοτικού. Με λίγες δικές της λέξεις που άφηναν τη δική μας φαντασία να γεμίσει τα κενά. Ποια φαντασία δηλαδή; Οι εποχές δεν είναι μακρινές και η εικονογράφησή τους τόσο ευρεία ώστε δεν έχουν και μεγάλη σημασία οι κατά περίσταση λεπτομέρειες. Στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μία πάμφτωχη οικογένεια με εννέα παιδιά, όπως αυτή της Δήμητρας, έμοιαζε με τοπίο κινηματογραφικού νεορεαλισμού. Η ίδια βρέθηκε στο Χατζηκυριάκειο Ιδρυμα στον Πειραιά. Δηλαδή σε ορφανοτροφείο. Αυτό σήμαινε τότε η Πρόνοια. Και εκείνα τα χρόνια δεν γίνονταν εκπομπές στην τηλεόραση για τέτοια ιδρύματα. Ούτε οι κοιτώνες των παιδιών ήταν ζωγραφισμένοι με έντονα χρώματα. Στα έντεκα πήγε στον παππού και τη γιαγιά της στον Βόλο. Στα δεκαέξι της γνώρισε τον άντρα της. Τον αγάπησε και την αγάπησε. Παντρεύτηκαν, έκαναν δύο παιδιά, πίστεψαν σε ένα καλύτερο αύριο. Η ζωή όμως, πολύ συχνά, κυνηγά τους κυνηγημένους. Ο σύζυγος με 67% αναπηρία. Η εξαθλίωση της ανεργίας. Ο φόβος να επαναληφθεί η δική της ιστορία. Πιο δυνατός από τον αντικειμενικό κίνδυνο να πάρει η Πρόνοια τα παιδιά της. Και το 1996, την εποχή που η χώρα έμπαινε σε τροχιά θεαματικής ανάπτυξης, ένα Ε’ που έγινε ΣΤ’ στο απολυτήριο του Δημοτικού. Για μία θέση καθαρίστριας. Μία ιστορία όμοια με πολλές άλλες πίσω από την προθήκη της ευμάρειας.

Από την Τετάρτη η Δήμητρα απέκτησε όνομα και πρόσωπο. Μια λεπτοκαμωμένη μελαχρινή γυναίκα που έξω από τη φυλακή την περίμενε η κόρη της αλλά και άγνωστοί της άνθρωποι που διαμαρτύρονταν για την κράτησή της. Μια γυναίκα που μπήκε στο κελί άγνωστη και, ύστερα από 23 ημέρες, βγήκε όχι μόνο διάσημη, αλλά και σύμβολο. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί τη δημοσιότητά της, το να γίνει τιμώμενο πρόσωπο στις εκπομπές που παρακολουθούσε. Η πολιτική εκμετάλλευση της περίπτωσής της από τους «επαγγελματίες της αλληλεγγύης» είναι ήδη ορατή. Δεν μοιάζει ωστόσο να έχει ανάγκη από ταμπέλες. Οι περιστασιακοί «φτωχοδιάβολοι» όπως αυτή μοιάζει να έχουν μία εγγενή αξιοπρέπεια ακόμη και όταν «εγκληματούν». (Γιατί η Δήμητρα, εν τω μεταξύ, τέλειωσε, σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, το Δημοτικό).