«Με ουίσκι, με γλυκιές κιθάρες…». Ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε αυτούς τους στίχους το 1946. Νεόφερτο τότε ποτό την Ελλάδα το ουίσκι, συμβόλιζε τη νέα εποχή και τα «προικιά» της: πολυτέλεια, εξωστρέφεια, νεωτερισμό, κοσμοπολιτισμό. Σχετικές αναφορές υπάρχουν σε πολλές ελληνικές ταινίες με, κατά τη γνώμη μου, κορυφαία αυτήν από το «Ενα βότσαλο στη λίμνη» με τον Βασίλη Λογοθετίδη και το αμίμητο «Τσίριο Μανώλη» του, να ενδίδει στην σπατάλη του ξενόφερτου ποτού. Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι, αλλά ακόμη περισσότερο ουίσκι στα ποτήρια μας. Τόσο που στη δεκαετία του 1990, την εποχή των μπουζουκιών, των πούρων και της «ουισκάρας», να είμαστε παγκοσμίως η τρίτη χώρα – σε απόλυτους αριθμούς – ως προς την κατανάλωση ουίσκι. Αργότερα, πλασαριστήκαμε στα ψηλά και ως προς την κατανάλωση τεκίλας – τότε αυτού του είδους τις «κορυφές» τις κατακτούσαμε τη μία μετά την άλλη.

Το λαϊφστάιλ της εποχής μας τείνει να καταργήσει αυτό που παλιά λέγαμε «κανόνες απόλαυσης». Το «όπως μου αρέσει» είναι το νέο σύνθημα. Ωστόσο, το ουίσκι, ως εθνικό ποτό (των Σκωτσέζων, όχι δικό μας – μην ξεχνιόμαστε) κουβαλά την παράδοση των Χάιλαντς. Εκεί όπου η κατανάλωσή του είναι τελετουργία και τα αποστακτήρια «μνημεία». Μην ακούσει ο Σκωτσέζος για προσθήκη πάγου ή νερού στο ουίσκι. Θα το θεωρήσει ιεροσυλία και νόθευση, αφού την ποιότητα του κάθε brand παραγωγής την καθορίζει και η φυσική πηγή που τροφοδοτεί το αποστακτήριο. Πολύ περισσότερο το να χρησιμοποιηθεί το ουίσκι ως συστατικό κοκτέιλ.

Αυτά στη Σκωτία. Γιατί στην Ελλάδα – και αλλού βεβαίως – η νέα τάση είναι κοκτέιλ με βάση το ουίσκι. Μου το επιβεβαιώνουν πολλοί και κυρίως ο «γκουρού» των ποτών Γιάννης Κοροβέσης. Που δίνει μάλιστα και «ελευθέρας» στην προσθήκη νερού. Μου το εξήγησε δε τόσο παραστατικά, που ήταν σαν να έβλεπα κινούμενα σχέδια. Το ουίσκι έχει διάφορες πτητικές ενώσεις. Κάποιες από αυτές είναι υδρόφιλες και κάποιες υδροφοβικές. Οι δεύτερες (που είναι, για παράδειγμα, τα αρώματα του αχλαδιού) μόλις «νιώσουν» το νερό, θέλουν να απομακρυνθούν, να «δραπετεύσουν» από το ποτήρι. Ετσι, ανεβαίνουν πάνω πάνω και τις νιώθεις αμέσως στον ουρανίσκο.

Από τη θεωρία στην πράξη όμως. Οι φανατικοί του ουίσκι μπορούν να λύσουν τις απορίες τους και να μυηθούν στα μυστικά της απόλαυσής του από έναν μετρ του είδους, τον Αλέξανδρο Σουρμπάτη, εισηγητή στο σχετικό σεμινάριο (διάρκειας έξι ωρών και με κόστος συμμετοχής 60 ευρώ) που φιλοξενείται μεθαύριο Δευτέρα στο Χίλτον. Θα μάθουν τα της παραγωγικής διαδικασίας του ποτού, θα δοκιμάσουν πάνω από τριάντα μάρκες, θα εκπαιδευτούν στις διαφορές ανάμεσα στο σκωτσέζικο, το ιρλανδέζικο και το αμερικάνικο ουίσκι και θα λύσουν τις περαιτέρω απορίες τους. Οσοι πιστοί…

Συνέβη στους «ακρίτες»

Ο,τι ωραίο και σημαντικό συμβαίνει στην Αθήνα, καλό είναι να μη μένει μόνο στην Αθήνα. Σε αυτή την υδροκέφαλη χώρα, όσο απομακρύνεται κανείς από την πρωτεύουσα, οι ρυθμοί κατεβαίνουν και η αξιόλογη πολιτιστική κίνηση περιορίζεται σε σημείο ασφυξίας. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η πρωτοβουλία του Εθνικού Θεάτρου, σε συνεργασία με τη Βουλή των Ελλήνων, που δίνει τη δυνατότητα σε κατοίκους των ακριτικών και παραμεθόριων περιοχών να παρακολουθήσουν παραστάσεις σε απευθείας σύνδεση με την πρώτη κρατική σκηνή της χώρας και σε αίθουσες που επιλέγονται από τους δήμους.

Η αρχή γίνεται σήμερα Σάββατο με την παράσταση «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, σε μουσική Δημήτρη Μαυρίκιου και με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι που θα μεταδοθεί ζωντανά στην Αμοργό, την Ικαρία, τη Λέρο, τη Λευκάδα, την Ορεστιάδα και τη Χίο. Η επόμενη παράσταση θα είναι η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου με τους Αλίκη Αλεξανδράκη, Λαέρτη Μαλκότση, Χρήστο Στέργιογλου, Αλέξανδρο Μυλωνά και άλλους. Θα ακολουθήσει το εξαιρετικό «Ξύπνα Βασίλη» του Αρη Μπινιάρη. Α, ξέχασα το καλύτερο. Η είσοδος σε αυτές τις μεταδόσεις είναι δωρεάν.

Η ρητορική της γευσιγνωσίας

Βεβαίως και ο κάθε επαγγελματίας οφείλει να αντιμετωπίζει το αντικείμενο της δουλειάς του με σοβαρότητα και να του προσδίδει κύρος. Αυτό όμως συγκριτικά με το γενικότερο τοπίο. Διότι θεωρώ ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι, συμπαθέστατοι κατά τα άλλα, γευσιγνώστες – ιδιότητα που, στα δικά μας, συνήθως αποκτάται κατόπιν αυτοαναγόρευσης – έχουν ξεφύγει.

Βασικά, εδώ το λανγκάζ χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες. Από τη μία το «κατά Μαμαλάκη ευαγγέλιο». Τα πολλά υποκοριστικά που υποτίθεται ότι, εκτός από το φαγητό, ζεσταίνουν και την καρδιά μας. Ας αφήσουν όμως αυτό το γλωσσικό παιχνίδι στον Ηλία Μαμαλάκη, τον πρώτο διδάξαντα, που ξέρει να το παίζει καλά. Οι «σουπίτσες» και τα «φαγητάκια» σε κείμενα άλλων, μοιάζουν τουλάχιστον αστεία. Από την άλλη εκείνα τα βαρύγδουπα που σε εισάγουν σε κριτική εστιατορίου δίνοντάς σου την εντύπωση ότι πρόκειται για αποκάλυψη σκανδάλου επιπέδου τουλάχιστον Panama Papers. Προχθές διάβαζα «κείμενο – καταπέλτη» που στον πρόλογό του, ανάμεσα στα κατσαρολικά, μπλεκόταν και ο Αμλετ. Για να καταλήξει στο sous vide. Ημαρτον.

Σοφία Φιλιππίδου, ηθοποιός

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Η Αθήνα, η «ζαφειρόπετρα στης γης το δακτυλίδι» του Κωστή Παλαμά με «τα χρωματισμένα βράδια ώς τον αέρα» του Νίκου Καρούζου και τη «διαρκή απειλή ασφυξίας που απλώνεται μέσα από ατμούς που βγαίνουν από κάμαρες και βαγόνια» του Μένη Κουμανταρέα, η ένδοξη πρώην χρυσή πόλη με την ατμόσφαιρα σκηνής του Γιάννη Τσαρούχη και τα σπασμένα ακροκέραμα στις στέγες – να πρωταγωνιστούν σήμερα πένθιμα στο υπαρξιακό μας δράμα – είναι για μένα η πρωτεύουσα της ανάγκης, που για να την αγαπήσεις πρέπει να είσαι ερωτευμένος ή πρόσφυγας. Υπάρχει σ’ αυτήν ένα στοιχείο θεάτρου, μιας παράστασης από αρχάριους, που με θράσος και ναρκισσισμό αποδομούν και αυτοσχεδιάζουν πάνω στη βρωμιά και τη σκόνη της φτώχειας και του χρόνου.