Πριν από εκατομμύρια χρόνια ή και μόλις σαράντα, όταν στον πλανήτη κυριαρχούσε ακόμη μια πρωτόγονη μορφή ζωής χωρίς smartphones και laptops, το φιντάνι που θα τολμούσε να σκάσει μύτη στα ελληνικά γράμματα, θα ερχόταν αργά ή γρήγορα αντιμέτωπο με το αμείλικτο ερώτημα: «Ποια είναι η κοινωνική αποστολή του συγγραφέα;». Βλέπετε, εκείνη τη ρομαντική εποχή, με νωπή την ανάμνηση από την επτάχρονη δικτατορία, ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να διανοηθείς έναν συγγραφέα – έναν καλλιτέχνη, ευρύτερα – χωρίς κάποια «κοινωνική αποστολή». Εάν δεν είχε ο ίδιος συναίσθηση της «αποστολής» του – ήταν «απολιτικός», όπως λέγαμε με περιφρόνηση – μπορεί να άξιζε τον οίκτο μας, λες κι έπασχε από μια ανίατη ασθένεια, επ’ ουδενί πάντως τον θαυμασμό μας. Μας πήρε λίγο καιρό έως ότου παραδεχτούμε ότι δεν ήταν διόλου απίθανο ένας καλλιτέχνης να έχει πλήρη επίγνωση της «κοινωνικής αποστολής» του, πολιτικοποιημένος μέχρι μυελού οστέων, και ταυτόχρονα να είναι ένας άθλιος καλλιτέχνης, ενόσω ένας άλλος συνάδελφός του που, ούτε ποτέ ασχολήθηκε ούτε ποτέ σκόπευε ν’ ασχοληθεί με την «κοινωνική αποστολή» του, να έχει πιάσει ήδη στασίδι στην ιστορία της Τέχνης, έστω και αν από τους συγχρόνους του δεν είχε να περιμένει παρά τη διαπόμπευση και τη χλεύη. Ηταν όλα κάπως μπερδεμένα μέσα στο κεφάλι μας. Συγχέαμε κοινωνικές αρετές και αρτίστικα ψεγάδια.
Κάναμε και κάτι χειρότερο. Υπερεκτιμούσαμε τον ρόλο μας, σε μια εποχή που ετοιμαζόταν να μας βάλει στο περιθώριο και να μη μας αναγνωρίσει πια κανένα ρόλο. Παρότι δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος από εμάς τους νεαρούς γραφιάδες να το ομολογήσει ευθέως, νοσταλγούσαμε βλάσφημα εκείνα τα αυταρχικά καθεστώτα που απαγόρευαν τα γραπτά μας ή τα έκαιγαν σε δημόσιες τελετές, μας κυνηγούσαν, μας φυλάκιζαν, μας εξόριζαν, μας εκτελούσαν – θεωρούσαν την πένα μας «επικίνδυνη» και το… έδειχναν. Γνωρίζαμε ότι δεν μας χώριζαν παρά μόνο μερικές δεκαετίες από αυτά τα καθεστώτα ή μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από χώρες όπου ανάλογα καθεστώτα κακομεταχειρίζονταν καλλιτέχνες ακόμη κι επί των ημερών μας.
Στην «Υπόθεση Παστερνάκ», το εκτενές κι απολαυστικό επίμετρο που έγραψε κι επισύναψε η Jacqueline de Proyart στην επανέκδοση του «Δόκτορος Ζιβάγκο» (Ποταμός, 2006), μνημονεύονται πολλά ζοφερά επεισόδια στη σχέση έλξης/απώθησης ανάμεσα στον δημοφιλή ρώσο λογοτέχνη και τον Στάλιν – ένα όμως είναι το πιο χαρακτηριστικό όλης εκείνης της περιόδου. Τον Ιούνιο του 1937, στην καρδιά του Μεγάλου Τρόμου, ο δικτάτορας έστειλε έναν «φετφά» στην Ενωση Συγγραφέων και απαίτησε να… απαιτήσουν (!) με μια επιστολή τους – καθ’ υπαγόρευσή του, εξυπακούεται – τον τουφεκισμό του στρατάρχη Τουχατσέφσκι. Κανένα μέλος της Ενωσης Συγγραφέων δεν τόλμησε να μην υπογράψει αυτή την επιστολή με την ανατριχιαστική απαίτηση. Κανένας, εκτός από τον Μπορίς Παστερνάκ. Πώς και δεν ακολούθησε τον Τουχατσέφσκι στο εκτελεστικό απόσπασμα; Ετυχε ελέους από τον Στάλιν; Κάθε άλλο. Ετυχε ελέους από τους συναδέλφους του. Εβαλαν και τη δική του υπογραφή, παρά τη θέλησή του, και ο Παστερνάκ – «κατόπιν ωρίμου σκέψεως», καθώς λένε – προτίμησε να κάνει γαργάρα την πλαστογραφία. Οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Δύσκολο να του χρεώσεις άδικο.
Η συγκέντρωση σημειώσεων, κειμένων κι επιστολών που επιμελήθηκε ο Ρόμπερτ Κόρνφιλντ στον τόμο «Ελία Καζάν – Για τη σκηνοθεσία» (Πατάκης, 2018) μας ξεναγεί στα καλλιτεχνικά άδυτα της άλλης υπερδύναμης, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εκεί όπου κανένας δεν εκτελούσε τους καλλιτέχνες, αλλά μπορούσε να τους καταδικάσει σε ισόβιο αποκλεισμό με ολέθριες οικονομικές παρενέργειες, έτσι κι επιχειρούσαν να παραβιάσουν ή να αγνοήσουν τους δρακόντειους κανόνες της λογοκρισίας. Εκ των υστέρων ίσως να μας φαίνονται σπαρταριστά αστεία τα επιχειρήματα του Καζάν, καθώς προσπαθεί να διασώσει το έργο του από τις παρεμβάσεις και τον ακρωτηριασμό βραδύνοων λογοκριτών, όπως και να τους πείσει για την πλήρη (μολονότι ολοφάνερα υποκριτική) συμμόρφωσή του με τα χρηστά ήθη των fifties – αλλά δεν γίνεται να παραβλέψουμε και την απόγνωση του καλλιτέχνη πίσω από αυτά τα επιχειρήματα, τον τρόμο μπροστά στην «υποχρεωτική καλλιτεχνική αποστρατεία» που μπορεί να του επιβληθεί ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Βέβαια, ο συγκεκριμένος από αλλού το περίμενε και από αλλού το βρήκε. Τον Ιανουάριο του 1952 παρουσιάζεται σε εκτελεστική συνεδρίαση της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών και, παρότι παραδέχεται την προπολεμική συμμετοχή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αρνείται να δώσει ονόματα ομοϊδεατών του. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς παρουσιάζεται πάλι στην Επιτροπή, εθελοντικά, και αυτή τη φορά δίνει ονόματα. Δεν μπορούσε να φανταστεί, ούτε στους πιο σκοτεινούς του εφιάλτες, ότι αυτή η «πολιτική πράξη» θα τον στιγματίσει διά βίου και, μολονότι «άσχετη» από την προγενέστερη ή μεταγενέστερη καλλιτεχνική του αξία, θα συμβάλει στην «επανεκτίμηση» του έργου του, στην περιφρόνηση των συνεργατών του και στον ισόβιο ηθικό εξοστρακισμό του.
Θα ήταν δυνατόν άραγε καλλιτέχνες του διαμετρήματος του Παστερνάκ ή του Καζάν να υποψιαστούν ότι θα ξημερώσει κάποτε μια ημέρα όπου οι καλλιτέχνες, όχι μόνο δεν θα ενοχλούν την εξουσία, όχι μόνο δεν θα την διασκεδάζουν, αλλά θα εισπράττουν από αυτήν την πιο οδυνηρή απαξίωση; Σήμερα πομπώδεις απορίες όπως «γιατί σιωπούν οι πνευματικοί άνθρωποι;» δεν μπορούν να εκληφθούν παρά ως μοχθηρή κοροϊδία. «Πότε οι πνευματικοί άνθρωποι θα αναλάβουν τις ευθύνες τους;». Γιατί; Μήπως θα το μάθουμε όταν τις αναλάβουν; Μήπως ξέρουμε ποιοι είναι εκείνοι, από τους οποίους τόσο επιτακτικά ζητάμε να τις αναλάβουν; Μια κοινωνία βυθισμένη στην άγνοια και στην ξερολίαση, με την πρώτη να τροφοδοτεί τη δεύτερη και τούμπαλιν, ζητάει και τα ρέστα από ανθρώπους που δεν γνωρίζει και τους αποδίδει ευθύνες που ουδέποτε – τουλάχιστον, εν σώματι – δήλωσαν ότι θα αναλάβουν. Μια κοινότητα λειτουργικά αναλφάβητων εγκαλεί τους φαντασιακούς «εγγράμματους» για την εκκωφαντική αποχή τους από τα κοινά. Οχι. Ο Μπορίς Παστερνάκ και ο Ελία Καζάν, με τα λάθη τους και τις φοβίες τους, με τις λιποψυχίες τους και τους συμβιβασμούς τους, προσπάθησαν να πετύχουν ένα modus vivendi με μια εξουσία που απειλούσε να τους αφανίσει, ενίοτε και κυριολεκτικά. Η ευθύνη δεν ήταν μια θεωρητική άσκηση επί χάρτου. Η ευθύνη ήταν καθημερινά ένα δυσβάστακτο φορτίο στις πλάτες τους· άλλοτε την κουβαλούσαν και άλλοτε – όταν άγγιζαν τα όρια της αντοχής τους – την εναπόθεταν για να ξαποστάσουν. Μπορούσαν συνειδητά να φυγομαχήσουν σ’ ένα μέτωπο προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να πολεμήσουν αύριο κάπου αλλού, εκεί όπου θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσουν. Ποτέ όμως δεν είδαν τον πόλεμο ως φάρσα.