«Είναι τιμή μου να συζητείται το πρόσωπό μου», δηλώνει στα «ΝΕΑ» η Εύα Καϊλή, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να διεκδικήσει τη δημαρχία στη Θεσσαλονίκη. «Η πόλη χρειάζεται μια νέα ταυτότητα που θα την κάνει αναγνωρίσιμη ως μητρόπολη» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ηρθε η ώρα για γυναίκα δήμαρχο στη Θεσσαλονίκη; Οι πληροφορίες σάς θέλουν να είστε η πρώτη επιλογή για το Κίνημα Αλλαγής.
Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται να κρατήσει καταρχάς προοδευτικά χαρακτηριστικά. Είναι πραγματικά τιμή μου να συζητείται αυτό το ενδεχόμενο για το πρόσωπό μου, και μάλιστα να μιλάει με τόσο καλά λόγια ο νυν δήμαρχος. Η επιλογή της παράταξής μου όμως, θα πρέπει να γίνει λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο νέος εκλογικός νόμος, αλλά και τους συσχετισμούς. Η εκλογή ισχυρού δημάρχου απαιτεί πάνω από 51% από την πρώτη Κυριακή ή ευρύτερες συναινέσεις στη δεύτερη, που παράλληλα θα εξασφαλίζουν πως δεν θα είναι όμηρος πιέσεων ή εξαρτημένος από συμφέροντα μικρά ή μεγαλύτερα. Χρειάζονται συζητήσεις στην πόλη, με ανθρώπους που έχουν γνώσεις και όραμα, που μπορούν να ξεφύγουν από τη λογική της απλής διαχείρισης, ώστε να δώσουν μια νέα ταυτότητα στην πόλη που θα την κάνει παγκοσμίως αναγνωρίσιμη ως μητρόπολη.
Σε κάθε περίπτωση, έχετε ζήσει την πόλη. Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Θεσσαλονίκης αυτή τη στιγμή;
Η Θεσσαλονίκη είναι το σημαντικότερο λιμάνι όλης της Μακεδονίας το οποίο γεφυρώνει πολιτισμούς που συναντώνται εδώ. Είναι μια πανέμορφη πόλη σε μια μαγική τοποθεσία, ισχυρή εκ των πραγμάτων, και όχι μόνο ιστορικά και γεωστρατηγικά, αλλά και για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην Ευρώπη σε πολλά επίπεδα στο μέλλον. Την αδικεί η δύσκολη καθημερινότητά της με αφόρητη κίνηση από την έλλειψη χώρων στάθμευσης και τη δόμηση χωρίς σχέδιο και βασικές υποδομές. Ελπίζω η ολοκλήρωση του μετρό και η ενεργοποίηση των οικονομιών γύρω από το λιμάνι της να συνδεθούν σε μια συνολική στρατηγική, για να αποκτήσει η πόλη την προοπτική που της αξίζει. Χρειάζεται ενότητα, ήθος, δουλειά, εντιμότητα και θάρρος από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Πώς κρίνετε τη θητεία του Γιάννη Μπουτάρη;
Εκτιμώ πως μέσα στην κρίση κατάφερε να συνεφέρει τα οικονομικά του δήμου και να δώσει το δικό του στίγμα στην πόλη. Ακόμη και στις διαφωνίες μας και τον ανατρεπτικό του λόγο, έβλεπες πως έσπαγε στερεότυπα και τις αντιστάσεις του συντηρητισμού της πόλης. Στην πρώτη του άλλωστε κάθοδο, ήμουν από τους λίγους που τόλμησαν να στηρίξουν μια προοδευτική υποψηφιότητα, και για μόλις λίγες ψήφους γύρισε σελίδα η πόλη, και μπήκε θετικό πρόσημο. Τα όσα μπορεί κανείς, εξαντλώντας την αυστηρότητά του, να του καταλογίσει, είναι εκείνα που και ο ίδιος αναγνώρισε στον απολογισμό του. Τελικά, ακόμη και η συζήτηση για την υποψηφιότητά μου, γίνεται γιατί χαράχθηκε μια προοδευτική πορεία τα τελευταία χρόνια. Γνωρίζω πως θα κρατήσει ίσες αποστάσεις από εδώ και πέρα απέναντι στους υποψηφίους, και έντιμα θα στηρίξει όποιον επιλέξουν οι Θεσσαλονικείς.
Θεωρείτε ισχυρούς αντιπάλους την Κατερίνα Νοτοπούλου και τον Νίκο Ταχιάο;
Είναι γνωστοί στην πόλη όλοι οι υποψήφιοι και ο κάθε ένας έχει τις δικές του κοινωνικές αναφορές και πορεία. Με ορισμένους γνωριζόμαστε λιγότερο, με άλλους καλύτερα, με άλλους είμαστε φίλοι, είμαι βέβαιη πως αν τελικά αθροίσουμε δυνάμεις, μόνο θετικό θα είναι το αποτέλεσμα για τους συμπολίτες μας.
Πόσο μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ Βρυξελλών και Θεσσαλονίκης;
Μοιάζουν σε μέγεθος και σε δυνατότητες. Είναι περάσματα και σταυροδρόμια. Το έργο μου, μαζί με την ομάδα συνεργατών μου, έχει αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο και έχει προβληθεί με κάθε τρόπο. Μας ζητούν να συνεχίσουμε, μας εκμυστηρεύονται την ανησυχία τους για την έλλειψη πολιτικών. Ιδρυσα στις Βρυξέλλες ένα φόρουμ για το μέλλον μαζί με συναδέλφους μου, όπου μετατρέπουμε σε προτάσεις νομοθεσίας τις πολιτικές που πιστεύουμε πως θα προστατεύσουν τους πολίτες από τις δραματικές αλλαγές που φέρνουν οι ανατρεπτικές τεχνολογίες. Λένε πως αν κάνεις όσα πρέπει στην πολιτική, τότε δύσκολα θα επανεκλεγείς, οι λίστες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι συνήθης πολιτειακή πρακτική ως μέσο προστασίας εκείνων που παράγουν έργο και δεν μπορούν να κάνουν καθημερινή πολιτική διαχείριση. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η λίστα – ευτυχώς καταργήθηκε – εξυπηρετούσε τη λογική της προστασίας των εκλεκτών, ως δώρο ξεκούρασης ή συνταξιοδότησης.
Αυτός είναι και ο λόγος που σε κάθε πολίτη από όλη την Ελλάδα που μου λέει πως θα στηρίξει αυτή την προσπάθεια, δυσκολεύομαι να απαντήσω χωρίς να έχω ζυγίσει το πού πραγματικά μπορώ να είμαι περισσότερο χρήσιμη μετά τις αναπάντεχες εξελίξεις στην πόλη μου. Ο τόπος μου είναι η Μακεδονία και κάθε μέρα είναι στη σκέψη μου εκείνοι που μου εμπιστεύτηκαν αυτή την ευθύνη. Είναι η οικογένειά μου εδώ, είναι οι αναμνήσεις μου και είναι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μου, και η πολιτική μου αφετηρία όταν οι συμπολίτες μου μου έδειξαν εμπιστοσύνη δίνοντάς μου την πολιτική δύναμη να τους εκπροσωπήσω.
Από τις Βρυξέλλες λέγεται πως ξεκινάει η προσπάθεια σύγκλισης του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Δικαίωμα βέτο στην παρουσία του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είχε μόνο η ίδια η Φώφη Γεννηματά. Εκείνη επέλεξε να αφήσει το PES να προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ για να αποτρέψει τις απρόβλεπτες πολιτικές του, για το καλό της Ελλάδας, όταν ο αντισυστημισμός και οι αυταπάτες του μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Η επιρροή που είχαν στην περαιτέρω πορεία του, δείχνει πως όταν προτάσσεις το καλό της χώρας σου και όχι τις προσωπικές σου ανασφάλειες, βγαίνουμε όλοι κερδισμένοι. Ως προς τις διάφορες συζητήσεις στα πλαίσια διερεύνησης συνεργασιών, αυτές γίνονται από μεμονωμένους ευρωβουλευτές που απευθύνονται στο δικό τους εσωτερικό κοινό, είτε σε πολιτικό πλαίσιο προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αυτό όμως που τελικά καθορίζει αν υπάρχει σύγκλιση, είναι η ψήφος του καθενός. Εκεί φαίνεται ποιος είσαι. Και εκεί θα εντυπωσιαστείτε από τις αποκλίσεις που θα διαπιστώσετε με ορισμένες δυνάμεις, και τις συγκλίσεις με άλλες. Κατά τα άλλα, όποιος παρασύρθηκε από τη γοητεία της επαναστατικότητας του λαϊκισμού, και δεν επέλεξε μια αυτόφωτη πορεία, οδηγήθηκε σε κατάρρευση ποσοστών. Δείτε τον Αλέξη Τσίπρα για παράδειγμα και πού βρίσκονται σήμερα οι «φίλοι» του, Ολάντ, Ρέντσι, Σουλτς, εκείνοι που πίστεψαν πως αν σηκώσουν τη σημαία του αριστερού λαϊκισμού μπορεί να επιβιώσουν από τη σύγκρουση με την πραγματικότητα στις χώρες τους.