Οπως όλα τα παιδιά, είχα κι εγώ τα χούγια μου. Ενα απ’ αυτά, για τα άλλα έχω γράψει παλιότερα εδώ, ήταν να τρυπώνω στην πατρίδα μου στο δικαστικό μέγαρο, κρυμμένος πίσω από τις πλάτες άλλων ακροατών – θεατών γιατί βέβαια δεν επιτρεπόταν σε παιδιά 15 ετών να παρακολουθούν δίκες. Και καλά να ήταν αυτόφωρο, όπου η διαδικασία, αλλά και τα αδικήματα είναι πταίσματα. Διάλεγα ποινικές δίκες, συχνά κακουργήματα και μάλιστα με ενόρκους. Η τελευταία σύνθεση ήταν και ερεθιστική διότι αποκλειόταν σε μια σύνθεση ορκωτού δικαστηρίου να μη συνέπιπτε να έχει κληρωθεί γνωστός ή γείτονας, σπάνια δάσκαλος ή καθηγητής μας. Κάνω εδώ μια στάση για να αναφερθώ σ’ αυτή την τελευταία συγκυρία. Η παρουσία ενός γνωστού δασκάλου μου στη σύνθεση των ενόρκων ήταν και μια ευκαιρία να δοκιμαστεί και η κατασταλαγμένη γνώμη μου για την προσωπικότητά του, αρνητική ή θετική. Σε μια καίρια στιγμή του βίου του με την απόφαση που έπαιρνε σε θέμα ζωής και θανάτου, αθώωση ή συχνά ισόβιας ποινής, επιβεβαίωνε ή διέψευδε το ήθος του, τις κρίσεις για το πρόσωπό του που είχα σχηματίσει στις άλλες περιόδους της επικοινωνίας μου μαζί του ως φίλος των γονιών μου, ως επαγγελματίας της γειτονιάς (τσαγκάρης, φούρναρης, μανάβης, τραπεζικός, υπάλληλος του Δήμου, δάσκαλος, γυμνασιάρχης, γραμματέας της Μητρόπολης) και προσωπικούς γνώριμους (δικηγόρους, γιατρούς, φαρμακοποιούς, βιβλιοπώλες) που ερχόμουν αναγκαστικά σε επαφή και είχα σκιτσάρει το πορτρέτο του. Επανέρχομαι. Τι ωθούσε έναν προέφηβο και ένα αργότερα έναν έφηβο να ξημεροβραδιάζεται στα δικαστήρια, έξοχο πάντως αρχιτεκτόνημα δωρεά του Ανδρέα Συγγρού.
Ο,τι σε όλη μου τη ζωή έγινε έμμονη ανάγκη. Η λατρεία μου, παθολογική, για τον λόγο. Είναι προφανές πως δεν μπορούσα να εκτιμήσω τα νομικά επιχειρήματα ούτε των αντιδίκων ούτε της εισαγγελικής έδρας, ούτε βέβαια τη σοβαρότητα των ερωτήσεων της έδρας ή τα παραπειστικά ερωτήματα ούτε ακόμα και τις δικονομικές παγίδες.
Εμένα τότε το μόνο που με γοήτευε ήταν οι αγορεύσεις των συνηγόρων. Πρέπει εδώ να πω ότι είχα από νωρίς, μόλις μπήκα στο Γυμνάσιο, μια ιδιαίτερη αγάπη για τη ρητορική αρχαία παράδοση. Ισως να ευθύνεται γι’ αυτό ο φιλόλογος πατέρας μου που για να με ασκήσει στην αρχαία αττική ρίζα αντί να μου υπαγορεύσει μια παράγραφο για να τη μεταφράσω, μου έδινε είκοσι ημέρες περιθώριο για να μεταφράσω έναν ολόκληρο ρητορικό λόγο του Λυσία, του Ισοκράτη, του Δημοσθένη. Και καλά να ήταν κάποιος πανηγυρικός. Αν όμως ήταν ο «Κατά σιτοπωλών»; Ή κάποιος Φιλιππικός του Δημοσθένη που απαιτούσε γνώσεις για την οικονομία, την αγορά, το εμπόριο ή την ιστορία και την εξωτερική πολιτική; Εκεί έπρεπε να καταφύγει κανείς και σε άλλα εγχειρίδια για την αρχαία Αθήνα. Ετσι η μετάφραση ήταν γέφυρα για τον πολιτισμό, την πολιτική, τα ήθη, το ποινικό δίκαιο και τις διαπολιτικές επαφές του καιρού.
Θυμίζω εδώ πως στην αρχαία Αθήνα η διακίνηση των ιδεών, πολιτικών, φιλοσοφικών, θρησκευτικών, αισθητικών, γινόταν προφορικά. Ο αρχαίος Αθηναίος λειτουργούσε με το αφτί, στο δικαστήριο, στη Βουλή, στην αγορά, στις εορτές και, βέβαια, στο θέατρο. Ακόμη και το έπος, ώσπου ο Πεισίστρατος πλήρωσε ραψωδούς να το γράψουν, ακουγόταν επαγγελλόμενο αλλά μετά τη γραφή του πόσοι διέθεταν δυσθεώρητα ποσά να αγοράσουν ένα χειρόγραφο της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας γραμμένο σε περγαμηνή (δηλαδή σε δέρμα αποξηραμένο αγέννητου αρνιού;!).
Ακόμη και αν υποθέσει κανείς πως ο Λυσίας έγραψε τον «Υπέρ του αδυνάτου» λόγο του, στο δικαστήριο τον εξεφώνησε, δεν τον διάβασε. Το ίδιο έγινε και με τον «Επιτάφιο» του Περικλή που διασώζει στο δικό του ύφος ο Θουκυδίδης! Αν σήμερα αποφάσισα να ασχοληθώ μ’ αυτό το θέμα και να επιστρατεύσω και τις αρχαίες εφηβικές μου εμμονές είναι διότι μια έξοχη ρητορική παράδοση έως πριν από λίγες δεκαετίες όχι απλώς χάθηκε, αλλά άλλαξε και την ηθική εκτός από το ήθος του δημόσιου βίου.
Οταν ήρθα επαρχιώτης εγώ με τα σύνδρομα που ανέφερα στην Αθήνα για σπουδές, βρέθηκα σε ένα αμφιθέατρο στην οδό Σόλωνος όπου έξοχοι (οι περισσότεροι) καθηγητές δίδασκαν ειδικευμένες γνώσεις της επιστήμης τους (ιστορία, λαογραφία, φιλοσοφία, αρχαιολογία, φιλολογία, ψυχολογία) χωρίς χειρόγραφο. Ψάχνω στη μνήμη μου και δεν μπορώ να εντοπίσω στην έδρα καθηγητή μου να διαβάζει τις παραδόσεις του. Και μιλάμε για γίγαντες: Ακουσα τον Αμαντο στην Ιστορία, τον Κολακλίδη στα Λατινικά, τον Θεδωρακόπουλο στη Φιλοσοφία, τον Γεώργιο Μέγα στη Λαογραφία, τον Μαρινάτο, τον μέγιστο Ορλάνδο στην Αρχαιολογία, τον Βουρβέρη και τον Σταματάκο στην Αρχαία Γραμματεία και κανένας τους δεν ανέβαινε στην έδρα με χειρόγραφο. Σπάνια διέκρινες σημειώσεις. Κάποια στιγμή που πλησίασα την έδρα διαπίστωσα πως ήταν σχέδια με κεφαλαία της πορείας του μαθήματος.
Οποιος δεν απήλαυσε τον Θεοδωρακόπουλο να διδάσκει τον πλατωνικό «Φαίδρο» μεταφρασμένο το 1955 (!) στο Αθήνησι, στη Δημοτική, ή να αναλύει και συνάμα να διαβάζει τη μετάφρασή του του «Φάουστ» δεν μπορεί να φανταστεί πως η γνώση η βαθιά έχει και αισθητική ηδονή και χαρά επικοινωνίας. Οποιος δεν είχε την ευτυχία να ακούει τον μεγάλο Ορλάνδο να περιγράφει τις εικονογραφίες με θέματα τους κολασμένους στον πρόναο της Παναγίας της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, όποιος δεν άκουσε τον Σταματάκο να ερμηνεύει Ομηρο και να αυτοσχεδιάζει πάνω στη μετάφραση της ομηρικής λέξης αγυιά αρθρώνοντας: λεωφόρος, πεπλατυσμένος δρόμος, δημοσιά, μεγάλη στράτα, καραμανλήδειος δρόμος (παραπέμποντας με χιούμορ στη νέα τότε λεωφόρο προς το Σούνιο!), όταν δε άκουσα τον Κολακλίδη να διδάσκει Οράτιο και να τον συνδέει με τη Σαπφώ και τον Καβάφη (ο Κολακλίδης ως καθηγητής αργότερα στην Αμερική ήταν αυτός που γνώρισε τον Καβάφη στους εξόριστους ευρωπαίους γλωσσολόγους που τον έκαναν παγκόσμιο ποιητή).
Ολοι αυτοί οι δάσκαλοι αποθέωσαν την παλαιά κληρονομική σωκρατική διδασκαλία. Φαντάζεστε τον Σωκράτη κάτω από την Πλατάνα στις όχθες του Ιλισού να συνομιλεί με τον Φαίδρο και τα άλλα παιδιά διαβάζοντας χειρόγραφο; Ο πατέρας μου, δεινός δάσκαλος, όταν έβλεπε είτε στην τάξη είτε σε πανηγυρικούς ομιλητή με χειρόγραφο έλεγε: «Κοίτα η κότα πώς πίνει νερό!».
Οταν ήρθα στην Αθήνα για σπουδές με την «πείρα» του δικαστηρίου της Λαμίας και τη χαρά του αμφιθεάτρου, όπως σημείωσα, μέσω βουλευτικού γραφείου πήρα δωρεάν πρόσκληση να παρακολουθώ από τους εξώστες των επισκεπτών τις συνεδριάσεις της Βουλής των Ελλήνων. Και ήταν χαρά των αφτιών και του πνεύματος να ακούς σε ποικίλα θέματα (εθνικά, οικονομικά, πολιτιστικά, νομικά, εκπαιδευτικά, τεχνικά) τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον ανεπανάληπτο ρήτορα Γεώργιο Παπανδρέου, τον βαθύ Κανελλόπουλο, τον σαφή Τσάτσο, τον δωρικό Παρτσαλίδη, τον χαρίεντα και συνάμα ευθύβολο Ηλιού, τον καταιγιστικό Μαρκεζίνη, τον λιτό Στέφ. Στεφανόπουλο, τον καίριο Καρτάλη, τον δημοσθένειο σε ύφος Τσιριμώκο, τον πρακτικό Γεώργιο Μαύρο, τον εκρηκτικό Ζίγδη. Δυστυχώς ο κατάλογος ορφάνεψε με δύο σημαντικούς τελευταίους των Μοϊκανών κοινοβουλευτικούς ρήτορες: τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Και βέβαια η Αλέκα Παπαρήγα.
Εκτοτε λίγοι μόνο, μετρημένοι στα δάχτυλα, ανεβαίνουν στο βήμα της Βουλής χωρίς χειρόγραφο. Και να ήταν μόνο αυτό. Καλά όσοι γράφουν και διαβάζουν τις θέσεις τους και τα επιχειρήματά τους. Διαβάζουμε πως σημαντική μερίδα και δη ηγετών διαβάζουν λόγους, παρεμβάσεις, προγραμματικές δηλώσεις που τους τις γράφει ειδικός λογογράφος. Και καυχιούνται γι’ αυτό! Τόσο ώστε ο λογογράφος να επαινείται δημόσια για το κείμενο που έδωσε στον εργοδότη του. Πρόκειται, κυριολεκτικά νομίζω, για πολιτικούς ΦΕΡΕΦΩΝΑ.
Το πρόγραμμα όμως ξεπερνάει την ανοχή όποιας επιείκειας όταν βλέπεις καθηγητή στην πανεπιστημιακή έδρα όχι μόνο να διαβάζει χειρόγραφο (πού είσαι Θεοδωρακόπουλε, Ορλάνδε!), αλλά το τυπωμένο βιβλίο του που έχει διανεμηθεί στους φοιτητές δωρεάν και το οποίο βιβλίο το έχουν στα έδρανα και οι φοιτητές και την ώρα της αναγνώσεώς του από τον καθηγητή παρακολουθούν να δουν μήπως «πηδήσει» καμιά παράγραφο ή μήπως τονίσει ιδιαιτέρως κάποια άποψη· προοίμιο ότι μπορεί να αποτελεί SOS στα θέματα των εξετάσεων!..
Την τιμή της ρητορικής ακόμη σώζουν κάποιοι προικισμένοι ιεροκήρυκες από άμβωνος.