Στις 6 Δεκεμβρίου κυκλοφορούν σε νέες μεταφράσεις τα πρώτα δέκα βιβλία της Αγκαθα Κρίστι – όπως και η αυτοβιογραφία της -, για τα οποία οι εκδόσεις Ψυχογιός εξασφάλισαν τα δικαιώματα. Το «Βιβλιοδρόμιο» παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Φόνος στο πρεσβυτέριο» (1930), το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα όπου εμφανίζεται η Μις Μαρπλ (αν και είχε εμφανιστεί ως χαρακτήρας σε μικρότερα διηγήματα):

“Η ώρα κόντευε επτά όταν πλησίαζα την αυλόπορτα του πρεσβυτέριου επιστρέφοντας. Πριν φτάσω εκεί, η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο Λόρενς Ρέντινγκ. Πάγωσε όταν με είδε, κι εμένα μου έκανε αμέσως εντύπωση η όψη του. Eμοιαζε με άνθρωπο που κοντεύει να τρελαθεί. Τα μάτια του κοιτούσαν αλλόκοτα, ήταν ωχρός σαν πεθαμένος, έτρεμε και είχε σπασμούς παντού.

Για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως είχε πιει, όμως αμέσως απέρριψα την ιδέα.

“Καλώς τον”, είπα. “Ηρθες να με δεις ξανά; Με συγχωρείς, έλειπα. Μόλις επέστρεψα. Πρέπει να δω τον Πρόδερο για τα βιβλία της εκκλησίας – μα δε νομίζω να αργήσουμε”.

“Τον Πρόδερο”, είπε. Εβαλε τα γέλια. “Τον Πρόδερο; Θα δείτε τον Πρόδερο; Θα τον δείτε και θα τον παραδείτε! Ναι, ναι!”

Εμεινα να τον κοιτώ. Ενστικτωδώς τέντωσα το χέρι προς το μέρος του. Εκείνος τραβήχτηκε απότομα στο πλάι.

“Οχι”, φώναξε. “Πρέπει να φύγω από δω – να σκεφτώ. Πρέπει να σκεφτώ. Να σκεφτώ”.

Το έβαλε στα πόδια κι εξαφανίστηκε κατεβαίνοντας γρήγορα τον δρόμο προς το χωριό. Εμεινα να τον κοιτώ και στο μυαλό μου επέστρεψε η πρώτη μου ιδέα, αυτή της μέθης.

Στο τέλος κούνησα το κεφάλι και προχώρησα προς το πρεσβυτέριο. Η εξώπορτα μένει πάντα ανοιχτή, μα εγώ, παρ’ όλα αυτά, χτύπησα το κουδούνι. Ηρθε η Μαίρη σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά.

“Επιτέλους γυρίσατε”, παρατήρησε.

“Έχει έρθει ο συνταγματάρχης Πρόδερο;” ρώτησα.

“Στο γραφείο. Είναι εδώ από τις έξι και τέταρτο”.

“Ήρθε και ο κύριος Ρέντινγκ;”

“Πριν από λίγα λεπτά. Σας ζητούσε. Του είπα ότι θα επιστρέφατε από στιγμή σε στιγμή και ότι στο γραφείο περίμενε ο συνταγματάρχης Πρόδερο. Είπε ότι θα περίμενε κι εκείνος και μπήκε στο γραφείο. Εκεί είναι τώρα”.

“Οχι, δεν είναι”, είπα. “Μόλις τον συνάντησα, κατέβαινε τον δρόμο”.

“Εγώ, πάντως, δεν τον άκουσα να φεύγει. Δε θα έμεινε πάνω από ένα δυο λεπτά. Η κυρία δεν έχει γυρίσει από την πόλη”.

Κούνησα το κεφάλι αφηρημένος. Η Μαίρη αποσύρθηκε στην κουζίνα κι εγώ κατέβηκα τον διάδρομο και άνοιξα την πόρτα του γραφείου.

Μετά το μισόφωτο του διαδρόμου, η απογευματινή λιακάδα που έλουζε το δωμάτιο με έκανε να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Εκανα ένα δυο βήματα κι έπειτα πάγωσα.

Στην αρχή δεν κατάλαβα τη σημασία της σκηνής που αντίκριζα.

Ο συνταγματάρχης Πρόδερο ήταν σωριασμένος πάνω στο τραπέζι του γραφείου σε μια φρικτή, αφύσικη στάση. Στο τραπέζι πλάι στο κεφάλι του είδα να λιμνάζει ένα σκούρο υγρό, το οποίο στάλαζε αργά στο πάτωμα με ένα φρικτό πλατς πλατς πλατς.

Προσπάθησα να συνέλθω και τον πλησίασα. Το δέρμα του ήταν παγωμένο. Σήκωσα το χέρι του, μα αυτό ξανάπεσε άψυχο. Ο άνθρωπος ήταν νεκρός, τον είχαν πυροβολήσει στο κεφάλι.

Πήγα στην πόρτα και φώναξα τη Μαίρη. Οταν ήρθε, τη διέταξα να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να φέρει τον δρα Χέιντοκ, ο οποίος μένει στη γωνία του δρόμου μας. Της είπα ότι είχε γίνει ένα ατύχημα.

Επειτα γύρισα στο γραφείο κι έκλεισα την πόρτα για να περιμένω την άφιξη του γιατρού.

Ευτυχώς η Μαίρη τον βρήκε στο σπίτι. Ο Χέιντοκ είναι καλός άνθρωπος, μεγαλόσωμος κι ωραίος, γεροδεμένος, με πρόσωπο αργασμένο, ειλικρινές.

Σήκωσε τα φρύδια όταν του έδειξα σιωπηλά το θέαμα στο δωμάτιο. Ως γνήσιος γιατρός, όμως, δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Εσκυψε πάνω από τον νεκρό άνδρα και τον εξέτασε γοργά. Επειτα ίσιωσε την πλάτη και με κοίταξε.

“Λοιπόν;” ρώτησα.

“Είναι νεκρός, το δίχως άλλο· εδώ και μισή ώρα, θα έλεγα”.

“Αυτοκτονία;”

“Αποκλείεται. Κοίταξε τη θέση του τραύματος. Εξάλλου, αν αυτοπυροβολήθηκε, πού είναι το όπλο;”.

Agatha Christie

Φόνος στο πρεσβυτέριο

Μτφ. Χρύσα Μπανιά, Ψυχογιός, 2018, σελ. 304

Τιμή: 9,90 ευρώ