Η Ντάιαν Αρμπους μέσα από μία αλληλουχία γεγονότων της επικαιρότητας που σχετίζονται με τη ματιά προς τον «άλλον» γίνεται και πάλι επίκαιρη. Η αμερικανίδα φωτογράφος, η οποία αυτοκτόνησε στα 48 της χρόνια το 1971, αναγνωρίστηκε ως μία σημαντική εικονογράφος του 20ού αιώνα. Μία ιδιαίτερη – ανέκδοτη – σειρά πορτρέτων παρουσιάζεται αυτό το διάστημα στην γκαλερί David Zwirner της Νέας Υόρκης.

Οι φωτογραφίες στη σειρά «Untitled» ξεχωρίζουν σημαντικά από τα ασπρόμαυρα πορτρέτα που δημιούργησαν τη φήμη της Αρμπους. Περιλαμβάνουν μερικές από τις πιο μυστηριώδεις και εντυπωσιακές εικόνες της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας της καθώς δείχνουν αυτό το λιγότερο εξοικειωμένο, ύστερο έργο της, το οποίο μέχρι τώρα δεν είχε εμφανιστεί ποτέ στο σύνολό του. Στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της κι ενώ έπασχε από κατάθλιψη η Αρμπους καταπιάστηκε το 1969 με ένα θέμα στο οποίο επέστρεφε έως το τέλος της.

Τα άτομα με ειδικές ανάγκες που ζούσαν σε ιδρύματα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συνδρόμου Down, έγιναν πρωταγωνιστές της κάμεράς της. Μερικά είναι παιδιά, άλλοι είναι ενήλικοι. Αρκετές από τις φωτογραφίες έγιναν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών αποκριών (Halloween) και τα άτομα φοράνε μάσκες. Είναι επίσης φωτογραφισμένα σαν να πρόκειται για οικογενειακά στιγμιότυπα: άνθρωποι που στέκονται έξω στην ύπαιθρο, μόνοι ή σε μικρές ομάδες, βλέπουν στην κάμερα. Φαίνονται να είναι σε εκδρομή, συνήθως σε έναν αγρό ή μπροστά από κάποια δέντρα. Πενήντα μία από αυτές τις φωτογραφίες συγκεντρώθηκαν σε μία μονογραφία αποκαλούμενη «Untitled», η οποία δημοσιεύθηκε το 1995, από το Ιδρυμα Ντάιαν Αρμπους και τους κληρονόμους της φωτογράφου. Στη νέα τους παρουσίαση στη νεοϋορκέζικη γκαλερί, προστέθηκαν άλλες 15. Πέντε από αυτές δεν είχαν ποτέ δημοσιοποιηθεί.

Η Αρμπους έκανε περίπου 1.900 καρέ φιλμ με αυτό το θέμα και δεν είχε πλήρως επεξεργαστεί αυτές τις εικόνες. Η μεγαλύτερη κόρη της, Ντουν, αποφάσισε λοιπόν να συμπληρώσει τη σειρά των «Ατιτλων» τελευταίων εικόνων της μητέρας της βασιζόμενη σε κάποιες ενδείξεις της πάνω στα φιλμ για να επιλέξει τι να τυπώσει.

ΠΑΡΑΝΟΙΑ. Αν και η καλλιτεχνική παράδοση της ζωγραφικής και της γλυπτικής έχει παρουσιάσει θέματα απεικόνισης της παράνοιας, η φωτογραφία του 20ού αιώνα πριν από την Ντάιαν Αρμπους δεν έχει δείξει ανάλογα έργα.

Η καταθλιπτική φωτογράφος είχε δύο συγκεκριμένες ιδέες. Η πρώτη να δείξει τα άτομα αυτά σε πλήρη ευτυχία και όχι ως πάσχοντα πλάσματα. Γι’ αυτό και αναζήτησε να τα φωτογραφίσει σε εορταστικές στιγμές. Η δεύτερη ιδέα είχε να κάνει με την απόφασή της να φωτογραφίσει σε ανοιχτό χώρο, στην ύπαιθρο. Ετσι ελευθέρωσε τα θέματά της από τις χωρικές λεπτομέρειες του εσωτερικού των ιδρυμάτων που φορτίζουν την εικόνα ως στιγμιότυπα φωτορεπορτάζ. Αντίθετα, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Ντάιαν Αρμπους αυτών των ανθρώπων μέσα σε φυσικό χώρο μεταδίδουν στον θεατή τους την αίσθηση της εισόδου τους σε ένα άχρονο βασίλειο ονείρων και μύθων. Μία από τις αναζητήσεις της φωτογράφου υπήρξε η αποτύπωση του «ψεγαδιού». Η Αρμπους επεδίωκε να αποκαλύψει μια λεπτομέρεια – την έλεγε ρωγμή – μεταξύ του τρόπου που οι άνθρωποι επιθυμούν να παρουσιαστούν και στο πώς φαίνονται πραγματικά. Στη σειρά αυτή των «Χωρίς τίτλο» εικόνων συνέβη κάτι το αντίθετο. Για μία καλλιτέχνιδα η οποία είχε αναπτύξει τις μεθόδους της έκπληξης, της εξάντλησης και της οικειότητας, προκειμένου να πείσει τα πρόσωπα που φωτογράφιζε να «ρίξουν τις μάσκες τους», το να φωτογραφίζει ανθρώπους που, ακόμα και όταν τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα, της αποκάλυψαν τον απροστάτευτο εαυτό τους ήταν ιδιαίτερα μοναδικό.

Με τις εικόνες «Χωρίς τίτλο», αντιμετώπισε ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονταν στις οδηγίες της. Εκείνοι απλά ήταν. Και η Αρμπους τούς παρακολουθούσε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει μαζί τους ήταν να πειραματιστεί με το φως, με το φλας της ημέρας και τις αργές ταχύτητες κλείστρου. Για να βγάλει εικόνες άλλοτε θολές, μερικές φορές απότομες, με σκιές που ήταν μαλακές ή έντονες. Ολες τους όμως ήταν εικόνες απρόβλεπτες. Οι καλύτερες φωτογραφίες της, λένε οι κριτικοί αυτής της νέας έκθεσης, εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του θεατή με τη σπλαγχνική αμεσότητα ενός ονείρου που η μνήμη του επανέρχεται.