Ανοιξη 1950. Παιδόπολη «Απόστολος Παύλος», Καστρί Κηφισιάς, στη βάση της μνημειακής κλίμακας που οδηγούσε στην είσοδο και τη βεράντα του άλλοτε μεσοπολεμικού ξενοδοχείου. Η Μαρίκα κρατά στην αγκαλιά της μια κούκλα, πρωτοχρονιάτικο δώρο των παιδοπόλεων. Ενα ελαφρό αεράκι ανεμίζει το φτενό φουστανάκι της. Το πρόσωπό της ανέφελο λάμπει από χαρούμενη προσμονή. Πώς να ξέρει πως ο πατέρας της δεν είχε παρά μέρες που ήταν θαμμένος στα πατρογονικά χώματα σε μνήμα κρυφό και αφανέρωτο;
Ανοιξη του 1949 η Διοίκηση της 7ης Μεραρχίας του ΔΣΕ με έδρα τα βουνά της Δράμας, ως κίνηση αντιπερισπασμού, αποστέλλει μιαν ομάδα έξι μαχητών της να επιχειρήσει στη Θάσο. Αρχηγός τής επιχείρησης «Αστραπή», που έμελλε όμως να διαρκέσει δέκα ολόκληρους μήνες (Ιούλιος 1949 – Μάιος 1950), ορίζεται ο Δημήτρης Μανωλίτσος, πατέρας της Μαρίκας, και στις διαταγές του είναι ο μικρότερος αδελφός του Νίκος, ο πρωτοξάδελφος και ο κουνιάδος του, ένας ακόμη συγχωριανός και ένας κοντοχωριανός τους, όλοι παλιοί πολεμιστές του ΕΛΑΣ, ψυχωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι. Τέλη Ιουνίου περνούν από την περιοχή της Κεραμωτής με δύο λαστιχένιες βάρκες στο νησί, λημεριάζουν στα αδιαπέραστα δάση γύρω από τα Κοίνυρα, αγροτικό παραθαλάσσιο οικισμό του Θεολόγου, και λαμβάνουν γρήγορα επαφή με τους κομματικούς συνδέσμους τους στο χωριό. Οι βραδινές τους έφοδοι για τροφοδοσία στον Θεολόγο και μερικές φονικές συμπλοκές με τις ενέδρες οδηγούν στη συγκρότηση ομάδων από ΜΑΥδες και χωροφύλακες. Μετά τον αποδεκατισμό ενός αποσπάσματος πενήντα ανδρών στη μάχη του Μακρυάμμου Κοινύρων (20 Σεπτεμβρίου 1949) και τη λήξη του Εμφυλίου (29 Αυγούστου 1949), αποβιβάζεται στη Θάσο και ένα τάγμα στρατού· αφού απέτυχε κι αυτό να εντοπίσει και να εξοντώσει την ομάδα των θασίων ανταρτών που είχε εγκλωβιστεί στο νησί, αρχές του χειμώνα απεχώρησε άπρακτο.
Οταν όλα τα στρατιωτικά μέσα απέτυχαν, επιστρατεύτηκε το δέλεαρ της προδοσίας. Η ομάδα των έξι επικηρύχθηκε με το κολοσσιαίο για την εποχή ποσό των 80.000.000 δραχμών. Οταν ούτε κι αυτό απέδωσε, οι κρατούντες κατέφυγαν στον προαιώνιο δόλο, ως «κάθαρση» του τοπικού πολιτικού δράματος – αγγίζοντας την πιο λεπτή χορδή ενός πολεμιστή, του άντρα και του πατέρα. Ο καπετάνιος τους, συνεκτιμώντας πως, μετά την ήττα του ΔΣΕ και τον εγκλωβισμό τους στο νησί, η συνέχιση του αγώνα ήταν μάταιη και καταδικασμένη, και έχοντας μάθει πως η γυναίκα του είχε εξοριστεί στο Τρίκερι, ενώ η κόρη του Μαρίκα είχε παραδοθεί στην παιδόπολη «Αγιος Γεώργιος» Καβάλας, αρχίζει να σκέφτεται την παράδοσή του, αφού πρώτα οι σύντροφοί του επέστρεφαν ασφαλείς στην έδρα της 7ης Μεραρχίας. Ενημερώνεται τότε από κάποιον σύνδεσμό τους πως ο διοικητής Χωροφυλακής Θάσου, με εντολή δήθεν της βασίλισσας Φρειδερίκης, πρόκειται να του παραχωρήσει αμνηστία, εφόσον παραδώσει τα όπλα και παρουσιαστεί στις Αρχές.
Αρχές Σεπτέμβρη, στην ίδια παιδόπολη της Καβάλας είχαν οδηγηθεί ο Ιωάννης Ατζακάς και η Ασπασία Προφήτου, παιδιά κι αυτά μαχητών του ΔΣΕ – ομηρεία, «παιδοφύλαγμα», αναβάπτιση στη βασιλική κολυμβήθρα; Η Εφορευτική Επιτροπή της παιδόπολης αποφασίζει τη μετάβαση στην Αθήνα των τριών τέκνων των ενταχθέντων εις τους συμμορίτας πολιτών της κοινότητος Θεολόγου Θάσου (Πρακτικόν 42ον / 20.9.1949). Τα παιδιά παρέμειναν περίπου δέκα μήνες στην παιδόπολη «Απόστολος Παύλος». Στο διάστημα αυτό η δωδεκάχρονη τότε Μαρίκα για τον οκτάχρονο Γιάννη γίνεται αγαπημένη φίλη και αδελφή. Εκείνη ήταν που τον συμβούλεψε να μη δεχτεί την υιοθεσία στην Αμερική, γιατί μια μέρα οι πατεράδες τους θα γύριζαν, είπε, και θα τους έπαιρναν κοντά τους. Η ίδια πάλι ήταν που ταχυδρόμησε το πρώτο γράμμα του στη γιαγιά, όπου αυτός, όπως ο μικρός Βάνκα στο διήγημα του Τσέχοφ, είχε γράψει για διεύθυνση μόνο «γιαγιά – χωρίον» – αφέλεια που ώς σήμερα προκαλεί τα αθώα πειράγματα της Μαρίκας.
Τα τρία παιδιά επέστρεψαν στον Θεολόγο, η Μαρίκα με την Ασπασία το 1950, ο Γιάννης το 1957. Επειδή ο Δημήτρης Μανωλίτσος ήταν ο μόνος από τους έξι που στο μεταξύ δεν είχε δώσει σημεία ζωής, διαδόθηκε τότε πως αυτός ήταν ο σκοτωμένος στην ενέδρα κοντά στο Μετόχι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και πως τα οστά ενός σαραντάπηχου άντρα που βρέθηκαν θαμμένα έξω από το χωριό ήταν δικά του. Αργότερα, το 1965, όταν η αδελφή του Βενετία επέστρεψε από τη Σόφια, όπου συναντήθηκε με τον αδελφό τους Νίκο, είπε πως ο Δημήτρης είχε σκοτωθεί από νάρκη, μόλις βγήκαν στο Κοτζά Ορμάν της Ξάνθης. Αντίθετα, ο κουνιάδος του, όταν γύρισε από το Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας, υποστήριξε πως ο καπετάνιος τους είχε σκοτωθεί σε μάχη στη Θράκη. Εκείνο όμως που πραγματικά συγκλόνισε τη Θάσο, ήταν ο ισχυρισμός του Νίκου Μανωλίτσου στην εκτενή αυτοβιογραφία του «Δοκιμασία – το δεύτερο αντάρτικο στη Θάσο» (1986), πως ο αδελφός του δηλητηριάστηκε από τον άνθρωπο που είχε μεσολαβήσει για την παράδοσή του.
Η απόκρυψη της αλήθειας θα ήταν ένας ακόμη θάνατος. Περισσότερο ως πράξη δικαιοσύνης (από κάποιον που, έστω και ύστερα από περίπου τριάντα χρόνια, συνάντησε τον πατέρα του) παρά ως χάρη και χρέος προς τη Μαρίκα, πρέπει να είμαι αυτός που θα επισφραγίσει αυτή τη δραματική ιστορία.
Ο Νίκος, μόλις ο αδελφός του εκμυστηρεύτηκε σ’ αυτόν την πρόθεσή του να παραδοθεί, ζήτησε να γίνει αμέσως συνέλευση της ομάδας. Αυτή, σε ρόλο έκτακτου στρατοδικείου / ανταρτοδικείου, με συνοπτικές διαδικασίες και με πέντε ψήφους, καταδίκασε τον αρχηγό της σε θάνατο – από τον φόβο μήπως ο Δημήτρης εξαναγκαστεί να αποκαλύψει εντολές, λημέρια, επαφές; Από την απόλυτη πίστη στην ιδεολογία και το δίκαιο του αγώνα τους; Οπως και αν το κρίνει κανείς, ήταν μια αδιανόητη πράξη, μια τραγική αδελφοκτονία μέσα σε έναν αδυσώπητο αδελφοκτόνο εμφύλιο (Απρίλιος 1950). Οι τρεις της ομάδας, μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα, εκτός από κάτι μισόλογα, ποτέ δεν μίλησαν, τηρώντας τον όρκο σιωπής που πήραν, και από όλους λιγότερο ο Νίκος Μανωλίτσος – πέθανε πέρυσι, χωρίς να αποκαλύψει ποτέ και σε κανέναν τον τόπο όπου είχαν θάψει τον αδελφό του και πατέρα της Μαρίκας.
Είναι η στιγμή να αναλάβει η λογοτεχνία τη φαντασιακή αναπαράσταση της εκτέλεσης. Ο καπετάνιος, αφοπλισμένος και δεμένος, οδηγείται, κάπου παράμερα, από εκείνον που θα πατήσει τη σκανδάλη και θα πάρει το αίμα επάνω του. Η σκηνή της εκτέλεσης σε μια πλαγιά του Φανού – το μέγα όρος «αντίον Σαμοθρηίκης» που περιγράφει ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του. Ο Δημήτρης ρίχνει μια στερνή ματιά στο πέλαγος, στον κάβο της Φονιάς, στο φτωχικό καλύβι τους στην άκρη του κάμπου με τις ελιές. Η τελευταία σκέψη του είναι η αγαπημένη του κόρη – και μετά το σκοτάδι του Αδη.