Πήγα προχτές σε μια συζήτηση για την ποίηση. Και μόνον η φράση αυτή αρκεί για να αποστρέψετε οι περισσότεροι τα αναγνωστικά σας όμματα! Και πώς, τώρα, να σας μεταπείσω; Αν, μάλιστα, σας πω ότι η συζήτηση αφορούσε τη σχέση της ποίησης με την πολιτική, τότε είναι που θα γυρίσετε σελίδα οριστικά. Αλλά ας προσπαθήσω να μη σας απωθήσω περαιτέρω.
Η συζήτηση έγινε στο αθηναϊκό inner city, αυτή την αφημένη περιοχή πίσω από το δημαρχείο της πλατείας Κοτζιά όπου βλέπουμε τη θεωρία του χωνευτηρίου των φυλών (νεοελληνιστί, του melting pot) να δοκιμάζεται και να αποτυγχάνει θεαματικά. Ζουν εκεί και δουλεύουνε πολλοί άνθρωποι που η Ελλάδα μοιάζει ανίκανη να τους χωνέψει. Μοιάζουνε δυστυχείς, πολλοί τούς βοηθάνε, κάνουνε λογιών λογιών δουλειές, συνήθως του ποδαριού – τα ξέρετε, δεν χρειάζεται να τα μηρυκάζουμε, αλλά ούτε και να τα εικάζουμε.
Και η ποιητική συζήτηση εντός του νεοαθηναϊκού στεκιού που έχει με γούστο φτιαχτεί στα παλιά γραφεία – τυπογραφεία του Ρομάντσου (το θυμάστε;), στην οδό Αναξαγόρα, περιείχε πολλές εικασίες. Ητανε η φύση του ερωτήματος: «Τι είναι πολιτική ποίηση; Γίνεται; Γίνεται να υπάρξει;» που δημιουργούσε το περιθώριο για εικασίες.
Διαφωνίες δεν υπήρξαν – περίεργο αν αναλογιστεί κανείς ότι η πολιτική είναι το βασίλειο της διαφωνίας («διαλεκτική» το λένε κάποιοι), αλλά ίσως γι’ αυτό ακριβώς να μην υπήρχαν διαφωνίες, γιατί οι παρόντες και παρούσες ήτανε με τη μεριά της ποίησης, άρα επ’ ουδενί ήθελαν να μετέλθουν τα όπλα ή τα χούγια της πολιτικής. Μιλήσανε δυο ποιητές, οι Ιορδάνης Παπαδόπουλος και Ευτυχία Παναγιώτου, και δυο «θεωρητικοί», οι Θεόφιλος Τραμπούλης και Γιάννης Κωνσταντινίδης. Ητανε καθισμένοι σε ένα ορθογώνιο τραπέζι με γύρω κύκλους ομόκεντρους καθισμάτων, σαν σε μια συνέλευση, ή σ’ ένα θέατρο ανατομίας, ή έναν αγώνα.
Αγώνας δεν υπήρξε. Οι ομιλητές εν γένει συμφωνούσαν. Να η εποχή της συναίνεσης, σκέφτηκα. Σε τι συναινούσαν; Πρώτον, στη διαπίστωση ότι το πολιτικό υπάρχει σε όλη πιθανόν την ποίηση και τέχνη. Γι’ αυτό και η ανθολογία σύγχρονων ποιημάτων που αποτέλεσε την αφορμή για αυτή τη συζήτηση δεν έφερε τον τίτλο «Η πολιτική στην ποίηση», αλλά τον πιο λεπτής απόχρωσης «Το πολιτικό στην ποίηση». Το πολιτικό, σαν να λέμε, είναι πιο γενικό, είναι στάση και σκέψη περί της συνύπαρξης εντός οργανωμένης κοινωνίας, άρα τα περιλαμβάνει σχεδόν όλα ή και όλα – τι ζούμε που δεν επηρεάζεται και δεν αναφέρεται στη συνύπαρξή μας με άλλους ανθρώπους εντός κοινωνίας; Τι είναι η ζωή μας αν όχι «το κοινόν των ανθρώπων»;
Παραφράζοντας την περίφημη θατσερική ρήση, αντί «There is no such thing as society», μπορούμε κάλλιστα να πούμε «there is nothing but society», ή στα ελληνικά: όχι «δεν υπάρχει πράγμα που να λέγεται κοινωνία», αλλά «δεν υπάρχει πράγμα που να μη λέγεται κοινωνία». Με τα λόγια του Γιάννη Κωνσταντινίδη κατά τη συζήτηση: «Δεν βλέπετε ότι κάθε μορφή τέχνης είναι πολιτική τέχνη; […] Δεν θα μπορούσα, ξεκινώντας από ένα οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο, να αγγίξω μια αναγωγή του σε πολιτικό επίπεδο;».
Η δεύτερη διαπίστωση ήταν, όμως, ότι όταν μιλάμε για πολιτική ποίηση, υπόρρητα εννοούμε, όπως παρατήρησε η Ευτυχία Παναγιώτου, μια στρατευμένη ποίηση, που στα μεταπολεμικά χρόνια ήταν συνήθως αριστερή – της αριστερής «κατάφασης» όπως στον Ρίτσο, ή της αριστερής «αναθεώρησης» (άρα μιας πρώην στράτευσης, επικριτικής προς το Κόμμα, όπως στους Αναγνωστάκη και Πατρίκιο, και Βαλτινό λίγο αργότερα στην πεζογραφία, ιδίως με την Ορθοκωστά του). Ή ακόμα, συνέχισε η Παναγιώτου, εννοούμε «ποιήματα πολιτικού ρεαλισμού (ακόμα και επικαιρισμού, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει), με απλή, προφορική γλώσσα και σαφώς πολιτικό θέμα», αλλά χωρίς τις παλαιές στρατεύσεις, όπως αρκετά τωρινά, όπου η κρίση πρωταγωνιστεί, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι λογοτεχνικό ψωμοτύρι, η Αριστερά και η Δεξιά αναβιώνουν ως πληγή και διένεξη ιστορική μέσα από την καταβύθιση στις πιο μαύρες και κόκκινες σελίδες του εθνικού ή διεθνούς παρελθόντος.
Αν πάμε με την πρώτη διαπίστωση, αν διακρίνει κανείς το πολιτικό σε όλα τα ανθρώπινα, διαστέλλει τόσο πολύ τον όρο, που δεν έχει νόημα η συνέχιση της συζήτησης που είδα στο Ρομάντσο. Αυτό νομίζω πίστευαν αρκετοί από τους παρόντες, αρκετοί και από τη συντακτική ομάδα του ποιητικού περιοδικού φρμκ [Φάρμακο] που έφτιαξε για το 11ο τεύχος του την ανθολογία «πολιτικών» (σε πολλά εισαγωγικά) ποιημάτων και διοργάνωσε τη συζήτηση που σας περιγράφω. Αν διαστείλουμε το πολιτικό τόσο ώστε να περιλαμβάνει ακόμα και μια ποιητική ερωτική εξομολόγηση (γιατί αυτή κάτι λέει, ας πούμε, για τον κοινωνικό δεσμό ή τα κοινωνικά δεσμά των δύο φύλων), τότε γιατί να ορίσουμε ειδική περιοχή «πολιτικής ποίησης»; Δεν διαφωνώ με τη γενίκευση του πολιτικού. Ομως τότε η ταξινομική συζήτηση τελειώνει. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι η (εξαιρετική) συζήτηση τελείωσε χωρίς πολύ διάλογο και έδωσε γρήγορα τη θέση της σε απαγγελία ποιημάτων από την ανθολογία, τα οποία το κοινό είχε διαλέξει ή διάλεγε επιτόπου. Τα ποιήματα που διαβάστηκαν ήτανε πολιτικά με την ευρύτερη δυνατή έννοια, και άρα σύμφωνα προς αυτή την πρώτη, γενικευτική του πολιτικού, διαπίστωση.
«Κοινωνικός ρεαλισμός»
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση (πράγμα που δεν έγινε στην εκδήλωση του Φαρμάκου) τότε θα περιορίσουμε μεν τον όρο «πολιτική ποίηση» αλλά δεν θα μιλήσουμε αναγκαστικά μόνο για τα «ποιήματα πολιτικού ρεαλισμού», όπως τα χαρακτήρισε η Παναγιώτου. Μπορούμε, διευρύνοντας το πεδίο, να μιλήσουμε για ποιήματα «κοινωνικού ρεαλισμού», ή έστω «κοινωνικής αναφοράς», δηλαδή αναφοράς σε όλα αυτά τα προβλήματα που θα μπορούσαν να λυθούν, ή να επιχειρηθεί να λυθούν (και) μέσω της πολιτικής. Ο έρωτας δεν αφορά την πολιτική, όμως η ελευθερία της ερωτικής επιλογής την αφορά. Η ανελευθερία κάθε μορφής, άρα και η ανισότητα (που συνιστά μορφή ανελευθερίας) με βάση το φύλο, τη φυλή ή την τάξη, είναι και παραείναι πολιτικά ζητήματα, άρα η ποίηση που τα εξετάζει είναι πολιτική. Ο Κωνσταντινίδης το έθεσε πιο θετικά, άρα και πιο «προγραμματικά» στη συζήτηση του Ρομάντσου: «Ο,τι υπερασπίζεται τον κοινωνικό δεσμό στο φάσμα της τέχνης είναι πολιτικό».
Ο αναλυτικός αυτός δρόμος μπορεί να μας οδηγήσει και σε μια απάντηση στο ερώτημα που έθεσε στην ίδια συζήτηση ο Γιάννης Μπασκόζος: «Σε τι διαφέρει η τωρινή (ελέω κρίσης) πολιτική ποίηση, από αυτήν του Αναγνωστάκη, ή του Ρίτσου», και γενικεύοντας, από αυτήν του Ελύτη (Αξιον εστί) και του Σεφέρη (Κίχλη, Ημερολόγια), του Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ), ακόμα και του Εμπειρίκου (Οχι Μπραζίλια μα Οκτάνα), κι ακόμα πιο παλιά, του Καρυωτάκη (με «την αγχόνη του Παγκάλου») και του Καβάφη (όπως ο Σεφέρης και μετά ο Τσίρκας αρχίσανε να τον διαβάζουνε, αλληγορικά και άρα πολύ πιο επικαιρικά), του Σικελιανού (Οι Συνειδήσεις σε πολλά σημεία, μην πούμε για τα ποιήματα της Κατοχής) και βέβαια του Σολωμού και του Κάλβου.
Τι θα έδειχνε μια τέτοια συγκριτική ανασκόπηση; Δεν ξέρω – ίσως ότι η όποια τωρινή πολιτική ποίηση έχει ξεφύγει από τον πολιτικό ρεαλισμό της «μοίρας των αγωνιστών του Κόμματος», ή της «μοίρας των αγωνιστών του Εθνους». Αλλά την ίδια στιγμή, ίσως θα έδειχνε και ότι (σχεδόν όλη) η καλή (άρα κανονιστική) νεοελληνική ποίηση είναι πολιτική, με την κοινωνική έννοια που είπαμε παραπάνω, δηλαδή ποίηση που, έστω και μέσα από κάποια ερμηνευτικά «κλειδιά» (ο Σεφέρης τα έδωσε ο ίδιος για την ερμητικά δυσνόητη Κίχλη του), μιλάει για το κοινωνικό (άρα το πολιτικό) εδώ και τώρα, το εκάστοτε, της ελληνικής κοινωνίας, χτίζοντας ή έστω εξετάζοντας αντίστοιχα κοινωνικά – ιδεολογικά αφηγήματα.
Πώς εξηγείται, αν ισχύει, ότι τα περισσότερα καλά ποιήματά μας είναι τα κοινωνικά; Γιατί δεν βγάλαμε καλούς ποιητές του αισθητισμού (του ντελικάτου «l’art pour l’art», όρα Γαλλία ή Αγγλία του fin-de-siècle), ή του έρωτα; Μα τα ερωτικά του Καβάφη, ο Ελύτης του Μονογράμματος, ο περισσότερος Εμπειρίκος; Νομίζω πως δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν αυτή την υπόθεση εργασίας μας. Αλλωστε τα ερωτικά του Καβάφη (που είναι και ο βασικός «αντίπαλος» της υπόθεσης που κάνουμε) είναι κοινωνικο-ερωτικά, αφορούν και τις κοινωνικές τάξεις, την κοινωνική συνθήκη που διατρέχει και διαπερνά ο έρωτάς του για τα «αγόρια της φτωχολογιάς».
Μήπως όμως η αναγνωστική πρόσληψή μας έδινε πάντα μεγαλύτερο βάρος στα κοινωνικά ποιήματα, διαβάζοντας ακόμα και τα ερωτικά ως κοινωνικά; Ή μήπως η πολλή και καλή κοινωνική ποίηση ήταν ανέκαθεν μια προσπάθεια των ποιητών να ακούσουν και να συντονιστούν (όπως πάντα θέλουν να κάνουν) με το «κοινό αίσθημα»; Και, αν ναι, γιατί το κοινό μας αίσθημα είναι τόσο κοινωνικά πολιτικοποιημένο; Μήπως γιατί περάσαμε πολύ οξέα δεινά σε πολύ λίγο χρόνο (τα σεφερικά κι αισχυλικά «πήματα» – δηλαδή οι συμφορές – που δίνουν και τα «ποιήματα»), μήπως γιατί δεν ακμάσαμε, δεν αναπνεύσαμε τόσο που να χαρεί κι ο έρωτας κι ο αισθητισμός εξακολουθητικά, όπως σε άλλες, δυτικότερες χώρες; Μήπως γιατί η πυκνότητα αυτών των πημάτων διατηρεί πάντα ζωντανό τον πολιτικό – κοινωνικό αγώνα ως ιδρυτικό μύθο του νεοελληνικού κράτους – έθνους; Ή μήπως γιατί η κοινωνία μας είναι ταξικά πιο διαπερατή, πιο ρευστή (με τάξεις ευδιάκριτες μεν, όχι όμως τόσο στεγανές όσο σε μια ιστορικώς αριστοκρατική κοινωνία), άρα με το πολιτικό – κοινωνικό διακύβευμα και την εξ αυτού διένεξη κι επικράτηση ασχολούνται (και παρα-ασχολούνται) όλοι;
Πάντως, μεγάλο μέρος της ποίησης που ανθολογεί η ομάδα του Φαρμάκου αρνείται επίμονα να πολιτικοποιηθεί με όρους αφηγήματος. Μάλιστα, δεν μιλάει καν για κοινωνικά διακυβεύματα, ανελευθερίας ή ανισότητας. Αντίθετα, προσπαθεί (όχι πάντα συνειδητά) με την υβριδική, πολυφωνική ιδιωτικότητα ή, έστω, ετερότητά του να δημιουργήσει ρωγμές στο συνεχές του νεοελληνικού κανόνα. Οι ρωγμές αυτές δεν έχουν ακόμα βαθύνει.
Κι έξω από το Ρομάντσο, στην Αναξαγόρα, επίμονα οι μετανάστες πάνε κι έρχονται.
Declaration of interest (κοινώς, δήλωση συμφερόντων): Ο γράφων είναι ιδρυτικό μέλος και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «φρμκ», επομένως οι όποιες κρίσεις του ενδέχεται να είναι ευνοϊκότερες εκείνων ενός πιο αμέτοχου σχολιαστή. Πάντως, ακολουθεί τη συμβουλή εμπειρότερου περί το σινάφι ποιητή, που λέει «Κάνε φίλους σου αυτούς των οποίων το καλλιτεχνικό έργο εκτιμάς, αλλιώς θα αναγκαστείς να υποκρίνεσαι».