Για τον Αϊγκαν Ζίλκε έχω γράψει και στο παρελθόν. Πρόκειται για τον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο των γερολαδάδων της Ιστορίας. Πολωνός με γερμανική καταγωγή που στα γεράματά του είχε μετατραπεί σε μια συμπαθητική φιγούρα πίσω από την οποία έκρυβε το σκληρό παρελθόν του. Ροδοκόκκινα μάγουλα, μεγάλα μυωπικά γυαλιά, πρόσχαρος και ευγενικός, ο Ζίλκε είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια τεράστια περιουσία πάνω στην οποία καθόταν και απολάμβανε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Τον θυμήθηκα ξανά βλέποντας να ξετυλίγεται το κουβάρι της ασυδοσίας που μετριέται σε ράβδους χρυσού.
Κάποτε τον βρήκε το BBC και του ζήτησε να μιλήσει για το παρελθόν. Ηταν ίσως η χειρότερη στιγμή της ζωής του.
Το 1940-1941 ο Ζίλκε πέρασε τον περισσότερο χρόνο τριγυρνώντας πίσω από ένα συρματόπλεγμα που όριζε τα όρια του γκέτο των Εβραίων στην πόλη Λοτζ της Πολωνίας. Ηταν το πρώτο γκέτο που δημιουργήθηκε από τον «φεουδάρχη» Αρτουρ Γκράιζερ μέσα στην ίδια την πόλη, στο οποίο στοιβάχτηκαν 160.000 ψυχές.
Η πείνα θέριζε και οι Εβραίοι πλήρωναν όσο όσο για μια φέτα ψωμί. Στην αρχή έδιναν ό,τι χρήματα είχαν. Οταν τελείωσαν, άρχισαν να πουλούν τα τιμαλφή και στο τέλος την ίδια τη ζωή τους.
Ο νεαρός μαγαζάτορας Ζίλκε αντάλλασσε λίγο φαγητό για ολόκληρες περιουσίες.
Το BBC τον ρώτησε «γιατί το έκανες;».
– «Αν μπορούσα να δώσω 100 μάρκα για κάτι που άξιζε 5.000 μάρκα θα ήμουν ανόητος αν δεν το έκανα. Δεν ήταν θέμα επιχειρηματικού μυαλού. Ετσι είναι η ζωή».
– «Δηλαδή πλουτίζατε εις βάρος των Εβραίων;».
– «Η απάντηση είναι θετική. Πλούτιζαν Γερμανοί και Πολωνοί».
– «Δεν στενοχωριόσασταν για τους ανθρώπους που πεινούσαν;».
– «Στενοχωριόμουν, αλλά έτσι είναι η ζωή».
Πόσοι Ζίλκε υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο; Πόσοι γερολαδάδες, πόσα ενεχυροδανειστήρια που πλουτίζουν από την απελπισία, την ανάγκη, τον πόνο των ανθρώπων;
Πόσες οικογενειακές αναμνήσεις θυσιάστηκαν για να πληρωθεί το φως, για να μπει λίγο λάδι στο σπίτι, για να έχει το παιδί παπούτσια;
Πόση ντροπή θα έπρεπε να νιώθουν όσοι έστρωσαν κόκκινα χαλιά στα κοράκια των ψυχών; Αλλά είμαι βέβαιος πως κι αυτοί συμφωνούν με τον Ζίλκε: «Ετσι είναι η ζωή».