Εμένα λοιπόν, περισσότερο και από την ουσία της περιβόητης πλέον φράσης του Αλέξη Τσίπρα την ημέρα της απεργίας των δημοσιογράφων στο Μάτι, μου την έδωσε εκείνο το «σπατάλαγες». Περισσότερο σαν καγχασμός και λιγότερο σαν άρθρωση λόγου. Και δη από χείλη πρωθυπουργού. Σαν ένας «σπαραγμός» που πήγε να γίνει «χλαπαταγή» και κάπου στον δρόμο μπουρδουκλώθηκε. Βλέπετε, όπως έγραψε και φίλος στα σόσιαλ μίντια, το «σπαταλούσες», που είναι το σωστό, μπορεί και να φάνταζε πολύ φιλελεύθερο, ίσως και ακροδεξιό, στο μυαλό του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ το «σπατάλαγες» έχει μια λεβεντιά, μια αριστερή «ανοιχτωσιά», όπως αυτή που οραματίζεται η Κατερίνα Νοτοπούλου. Δεν είναι λέξη αυτή. Είναι αντάρτικη σφεντόνα. Να τη βρει την πυρόπληκτη στο δοξαπατρί, να χάσει τη λαλιά της. Αντε γιατί μας παρασκοτίσανε και αυτοί στο Μάτι. Δεν τους φτάνει που ολόκληρος αναμορφωτής της Ευρώπης ξεσηκώθηκε τρεις φορές (για την ακρίβεια δυόμισι, αφού την πρώτη, εκείνη την αξημέρωτη, είδε μόνο έναν κάτοικο) μέσα σε τέσσερις μήνες να πάει να τους δει. Δεν σκέφτονται ότι μπορεί και να ακύρωσε για χάρη τους καμιά βόλτα με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο. Θέλουν και επιδόματα. Τα χαϊβάνια. Οι φασίστες. Α ρε Καμμένος και Πολάκης που τους χρειάζεται. Να βρίζει ο ένας, να χλιμιντράει ο άλλος. Οχι, καλά να πάθουν γιατί στεναχωρήσανε και την κοπελιά μας, τη Ρένα τη Δούρου. Που σιγά που δεν θα την κατεβάζαμε στη διεκδίκηση της Περιφέρειας επειδή έκατσαν εκεί χάμω μια – δυο στραβές στη βάρδια της και έχασαν τη ζωή τους 120 άτομα ξερωγώ.
Να σοβαρευτούμε; Λέτε ε; Για ποιον λόγο όμως; Εχει κανένα νόημα να αντιμετωπίσει κανείς σοβαρά αυτό το κυβερνητικό, συνεχές και επαναλαμβανόμενο, επιθεωρησιακό παραλήρημα απροκάλυπτου κυβερνητικού κυνισμού; Οτι θα ιδρώσει κανένα αφτί στο Μαξίμου ας πούμε…
Τα χτυπήματα είναι απανωτά. Πανταχόθεν δε. Με κλειστά μάτια διαλέγεις. Από εκείνο με τις μολότοφ και τη σωστή πλευρά μέχρι τους συνταξιούχους που θα αραιώσουν διότι «δεύτε τελευταίον ασπασμόν». Τον τελευταίο καιρό ωστόσο παρατηρώ ένα κρεσέντο ως προς τον κυνισμό τους. Που αναρωτιέμαι αν προκύπτει από τη διαφθορά που προκαλεί η εξουσία (ειδικά όταν τη θέλεις κολασμένα και οι οιωνοί σού λένε ότι τη χάνεις) ή από την ψευδαίσθηση της εξουσίας που καλλιεργεί η περιφορά του κυνισμού. Ο Αλέξης Τσίπρας που, ως σύζυγος που πιάστηκε στα πράσα, μας λέει ότι οι κλούβες στην Ηρώδου Αττικού «δεν είναι αυτό που νομίζουμε». Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που θεωρεί ότι η μεροληψία (ακυρωτική της έννοιας της δημοκρατίας) είναι κάτι το θετικό φτάνει να έχει το πρόσημο «ταξική». Ακόμη και η εκτόξευση της Νοτοπούλου από το μηδέν στο άπειρον της κομματικής ανέλιξης από έναν Πρωθυπουργό που μέχρι χθες κατήγγελλε τον νε(ο)ποτισμό (έτσι τον ξέρει, έτσι τον λέει, τι θέτε τώρα;) πολιτικός κυνισμός είναι. Παραδείγματα που επιβεβαιώνουν το στον Οσκαρ Ουάιλντ αποδιδόμενο. Οτι κυνικός είναι αυτός που ξέρει την τιμή όλων των πραγμάτων, αλλά την αξία κανενός.