Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τα νεανικά κινήματα από τις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα και να αναρωτηθεί – από απόσταση, με ψυχραιμία – ποια τους υπήρξαν όντως πρωτοπόρα, ελπιδοφόρα. Ποια δικαιώθηκαν όχι από τη λαϊκή μυθολογία  η οποία εξιδανικεύει τυφλά – της αρκεί μια ρομαντική φωτογραφία, ένα ευφυές σύνθημα, ένα ξεσηκωτικό τραγούδι… Ούτε από τους κομματικούς μηχανισμούς που καπελώνουν αδίστακτα το παρελθόν, που διαστρεβλώνουν και εμπορεύονται ό,τι μπορεί να τους φανεί χρήσιμο. Αλλά από την Ιστορία. Την Ιστορία όπως την ορίζει ο Θουκυδίδης, αδέκαστη και ακριβοδίκαια, ικανή να διακρίνει πεντακάθαρα αιτίες και αποτελέσματα, κουφή στις ελεγείες και στους οχετούς, με μόνη της πυξίδα την αλήθεια, το τι πραγματικά συνέβη και όχι τι θα ελπίζαμε να έχει συμβεί.
Η Ιστορία λοιπόν θα καταδίκαζε απερίφραστα τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών οι οποίοι το 1901 και το 1903 εξεγέρθηκαν, τα έκαναν γυαλιά-καρφιά, μάτωσαν, θρήνησαν νεκρούς σε συγκρούσεις με την Αστυνομία γιατί; Διότι δεν ανέχονταν να κυκλοφορούν η Αγία Γραφή και οι αρχαίες τραγωδίες μεταφρασμένες στη δημοτική. Ηταν «γλωσσαμύντορες», φανατικοί καθαρευουσιάνοι, εχθροί του λαϊκού ιδιώματος που εκχυδάιζε δήθεν τη σεπτή προγονική μας κληρονομιά.
Θα τους αναγνώριζε άραγε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής αφέλειας; Της αυτοθυσίας για κάποιο ανώτερο δήθεν ιδανικό;
Εάν ναι, το ίδιο θα έπρεπε να κάνει και για τους νεαρούς που συμμετείχαν στο «Ανάθεμα» του Ελευθερίου Βενιζέλου στα τέλη του 1916. Και σε όσους  αλληλοσφάχτηκαν στα αναρίθμητα επεισόδια του Εθνικού Διχασμού, διηρημένοι σε Εθνικόφρονες και Φιλελεύθερους. Ακόμα και τους παραστρατιωτικούς που δολοφόνησαν τον Ιωνα Δραγούμη – αμούστακα σχεδόν παιδιά ανάμεσά τους – ένα δίκιο τούς έπνιγε. Ηθελαν να εκδικηθούν την απόπειρα εναντίον του Εθνάρχη στο Παρίσι, ευθύς μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Σεβρών, η οποία θεμελίωνε τη Μεγάλη Ελλάδα.
Προφανώς η νεολαία αποτελεί την ιδανική αιχμή του δόρατος για κάθε λαϊκή και εθνική διεκδίκηση, για κάθε εμφύλια σύρραξη. Για κάθε προπαγάνδα.
Ο δικτάτορας Μεταξάς καμάρωνε τα πλήθη των μαθητών που τον αποθέωναν σε κάθε του δημόσια εμφάνιση. Ηταν υποχρεωτική ασφαλώς η συμμετοχή στην ΕΟΝ. Οπως εξάλλου και στη σοβιετική Κομσομόλ. Το σταλινικό καθεστώς το τερμάτισε. Ανέδειξε ως μέγιστο ήρωά του τον Παβλίκ, ένα δεκατριάχρονο αγόρι το οποίο κατήγγειλε, το 1932, στις Αρχές τον πατέρα του για κατασκοπεία. Υμνοι γράφτηκαν για τον Παβλίκ, αγάλματά του στήθηκαν, μέχρι και ο ιδιοφυής Σεργκέι Αϊζενστάιν ήθελε να γυρίσει τη ζωή του ταινία…
Για χάρη της κουβέντας ας δεχθούμε ότι όποτε αφήνεται η νέα γενιά ακηδεμόνευτη, όποτε οι θεσμοί των ενηλίκων έχουν χρεοκοπήσει, τότε κάνει θαύματα.
Ο ισχυρισμός επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της ΕΠΟΝ και των λοιπών νεανικών οργανώσεων που πρωτοστάτησαν στην Εθνική Αντίσταση. Κι ας έπεφτε στα ενθουσιώδη πρόσωπα της Αλκης Ζέη και του Ιάννη Ξενάκη βαριά η σκιά των σκληρών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο ισχυρισμός επιβεβαιώνεται από τους «εκδρομείς του ’60», οι οποίοι επιχείρησαν μια πολιτιστική κυρίως επανάσταση στη χωροφυλακίστικη Ελλάδα της εποχής. Οπως επίσης τον Νοέμβριο του 1973. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου κάθε άλλο παρά καθοδηγούμενη ήταν από τις γερουσίες και τα ιερατεία. Ασχετο εάν κατόπιν την οικειοποιήθηκαν και την ευτέλισαν.
Από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, το νεανικό κίνημα στη χώρα μας αποτελεί μια κωμικοτραγική ιστορία.
Οι πάγκοι της ΔΑΠ, της ΠΑΣΠ και της ΚΝΕ έξω από τα αμφιθέατρα. Το πολιτικό καμάκι στους πρωτοετείς, οι μεν να τάζουν εκδρομές στη Μύκονο, οι δε γλέντια σε ρεμπετάδικα, πολλοί μέχρι και τα θέματα των εξετάσεων. Οι κινητοποιήσεις που ως μόνο απτό αποτέλεσμα έχουν συνήθως την απώλεια των εξαμήνων. Οι φοιτητοπατέρες, οι οποίοι συναλλάσσονται – άνομα ενίοτε – με τους καθηγητές στα πλαίσια της συνδιοίκησης του ιδρύματος. Ο διαρκής αγώνας κατά της εντατικοποίησης των σπουδών, της σύνδεσης τους με την αγορά. Σάμπως να μην πρόκειται για Σχολές αλλά για εντευκτήρια όπου οι θαμώνες πρέπει να περνούν ευχάριστα τα χρόνια τους…
Το άρρωστο κλίμα μεταφέρθηκε – αναμενόμενο ήταν – και στα σχολεία. Τέλη της δεκαετίας του ’90, τριαντάρης εγώ, περνούσα έξω από ένα λύκειο υπό κατάληψιν. Ηταν η εποχή του «Κάτσε καλά Γεράσιμε!». Της μαθητικής εξέγερσης εναντίον των μεταρρυθμίσεων που είχε αναγγείλει ο Αρσένης, σχεδιάζοντας – μάλλον αφελώς – ένα ελληνικό μπακαλορεά. Διέσχισα την ανοιχτή πύλη, νομίζοντας πως θα αντικρίσω εφήβους σε επαναστατικό αναβρασμό, να οραματίζονται πυρέσσοντες μιαν άλλη δικαιότερη κοινωνία. Και τι είδα; Κάποιους πιτσιρικάδες να πίνουν μπίρες και να παίζουν πόκα. Κάποιους άλλους να παρακολουθούν στην τηλεόραση (την οποίαν είχαν φέρει από το σπίτι) το αγαπημένο τους σίριαλ.
Η λογική της πτώσης είναι ο πάτος.
Πρόσφατα εγκαταστάθηκε επισήμως ο Ρουβίκωνας στα πανεπιστήμια. Προχθές βγήκαν στο κλαρί μαθητές με χρυσαυγίτικα συνθήματα. Τα καημένα τα νιάτα…