Οταν μπαίνει ο Δεκέμβριος, ο κόσμος των μπάχαλων τρίβει τα χέρια του. Είναι η εποχή για την απότιση μνήμης μιας ακόμα υποτίθεται λαϊκής εξέγερσης – στην ουσία απόπειρας επανάληψης σε ηπιότερη μορφή των ενεργειών της, αφού σήμερα η εξουσία μοιάζει φιλική στους αενάως εξεγερμένους, των γεγονότων βίας που διέλυσαν το κέντρο της Αθήνας μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, στις 6 Δεκεμβρίου 2008.
Η Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008 πιθανόν για όσους την έσπαγαν να φάνταζε όπως το Παρίσι του Μάη του 1968. Ωστόσο, υπήρχαν διαφορές. Η βασικότερη: ότι το υποτιθέμενο ακηδεμόνευτο κίνημα που χαρακτηρίζεται από την οργανωμένη βία, στην ουσία λειτούργησε ως η μαγιά των Αγανακτισμένων, τρία χρόνια μετά, όταν η χρεοκοπία της χώρας επέτρεψε σε κάποιες δυνάμεις του περιθωρίου να συναντηθούν με πολιτικούς οι οποίοι θεώρησαν ότι είχε έρθει η ώρα τους, ότι θα μπορούσαν να κάνουν εξουσιαστικό παιχνίδι στο όνομα της αντίθεσης στο πολιτικό σύστημα στο οποίο αποδόθηκε η ευθύνη της χρεοκοπίας.
Εκείνος ο Δεκέμβρης των μπάχαλων, που επιδιώκεται να εορτάζεται κάθε χρόνο με καινούργια μπάχαλα, επί της ουσίας ήταν η μηδενιστική απόληξη του θυμικού κομφορμιστών επαναστατών που έψαχναν για εμπειρίες. Προφανώς, δεν ήσαν όλοι μηδενιστές. Οπως συμβαίνει σε πολλές οχλαγωγίες, κάποιοι είχαν και περιεχόμενο στη δράση τους, και στόχους. Ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, ανακάλυπτε τη δυναμική του ριζοσπαστισμού – και δι’ αυτού τη σχέση ενός κόμματος που ανακάλυπτε στα αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα τη νέα μαμή της ιστορίας με εξεγερμένες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως μηχανισμός πίεσης υπέρ του κόμματος-επαναστατικού υποκειμένου. Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής έλειχε τους εξεγερμένους, γι’ αυτό η «Αυγή» καταχώριζε ως νέο εθνικό ύμνο τον ύμνο στις τυφλές καταστροφές, συμβολικότερη των οποίων ήταν η πυρπόληση του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο κέντρο της Αθήνας: «Ω έλατο, ω έλατο, τι ωραία που αρπάζεις».
Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαταλέγεται στις πολιτικές δυνάμεις που, όπως το 2008 επένδυαν στη βία, μετά το 2010 επένδυσαν στη χρεοκοπία – μαζί τους, ανάλογες επενδύσεις, κάθε μηχανισμός από τη σκοπιά του αλλά συχνά με κοινά συνθήματα, έκαναν οι ΑΝΕΛ αλλά και η Χρυσή Αυγή. Ολοι αυτοί τα κατάφεραν, οι επιλογές τους είχαν δυναμική, οι πολίτες έφτασαν να τους στείλουν στη Βουλή και, κάποιους, στην κυβέρνηση.
Και το κίνημα των μπάχαλων; Απλώς, παρέμεινε κίνημα των μπάχαλων, στη χειρότερη περίπτωση συγγενές μιας λούμπεν κουλτούρας μηδενιστικής βίας, στην καλύτερη ως μαξιμαλιστική επιδίωξη μιας ανεύρετης επανάστασης. Θα γιορτάσουν και φέτος – η κυβέρνηση τους το χρωστάει, πίσω από τους μπάχαλους αντιεξουσιαστές κρύφτηκαν οι μετέπειτα αντιμνημονιακοί στυγνοί εξουσιαστές. Αλλά έτσι, σαν να παίζουν φιλικό ματς, θα γιορτάσουν για τελευταία φορά.
Από την επόμενη χρονιά, τα μπάχαλα θα πάψουν να είναι εθιμοτυπία, θα ξαναγίνουν δύναμη αντίστασης και ανατροπής. Η όποια επόμενη κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει προβλήματα την ένταση και την πολυπλοκότητα των οποίων σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε. Για ένα πράγμα όμως χρειάζεται να είμαστε σίγουροι: ότι καμία κυβέρνηση μετά τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν θα αντέξει χωρίς δημοκρατικό σχεδιασμό αντιμετώπισης της οργανωμένης βίας και εφαρμογής του νόμου. Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.