Το Σχίσμα των Εκκλησιών του 1054 υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας – και ασφαλώς όχι μόνον της εκκλησιαστικής: οι οικονομικές, διπλωματικές, πολιτικές, στρατιωτικές και γεωπολιτικές του συνέπειες υπήρξαν ιστορικά μακρές και τεράστιες, περιλαμβανομένης της ευθείας επίδρασής του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους και, τελικά, στη μοιραία εξασθένιση και πτώση του Βυζαντίου δυόμιση αιώνες αργότερα.
Οι πληγές του Σχίσματος έμειναν ανοικτές όχι για χρόνια και δεκαετίες, αλλά για αιώνες και μάλιστα πολλούς: απαιτήθηκαν 911 χρόνια μέχρι τη στιγμή που, το 1965, ήρθησαν τα αναθέματα μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εξι χρόνια πριν, το 1959, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος, κατ’ εντολήν του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, αναμφισβήτητα του πιο φωτισμένου ιεράρχη που διακόνησε τον πρώτο θρόνο της Ορθοδοξίας στον 20ό αιώνα, περνούσε τις πύλες του Βατικανού, κάτι που δεν είχε συμβεί επί πέντε αιώνες με ορθόδοξο ιεράρχη. Ηταν το δεύτερο μεγάλο βήμα μιας συστηματικής και επίμονης διαδικασίας προσέγγισης που εξελίχθηκε σταθερά στο επόμενο διάστημα παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών με έδρα τη Γενεύη, που είχε ιδρυθεί λίγο καιρό πριν, το 1948, υπήρξε σταθερός αρωγός και χώρος προετοιμασίας της πολύπλοκης και ακανθώδους αυτής πορείας.
Η μεγάλη ημέρα έφτασε όταν τον Ιανουάριο του 1964 ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας συναντήθηκαν στα Ιεροσόλυμα, στο Ορος των Ελαιών: ήταν ένα γεγονός που αποτέλεσε παγκόσμια πρώτη είδηση βάζοντας φωτιά στα διεθνή μέσα ενημέρωσης μέσα από τους σχεδόν 2.500 ανταποκριτές από ολόκληρο τον κόσμο που την παρακολούθησαν. Αμεσοι στόχοι τους ήταν να προχωρήσουν την επαφή των δύο Εκκλησιών αλλά και να προστατεύσουν τους Ιερούς Τόπους που κινδύνευαν σοβαρά από τις κλιμακούμενες ισραηλοαραβικές συγκρούσεις στην περιοχή. Αν όμως εκείνη η συνάντηση προκάλεσε τέτοιο ενδιαφέρον στον διεθνή Τύπο, η άρση των αναθεμάτων, περίπου δύο χρόνια μετά, στα τέλη του 1965, άναψε με τη σειρά της μία άλλη φωτιά, αυτή τη φορά στις αναφορές πρεσβειών και μυστικών υπηρεσιών μεγάλων και μη δυνάμεων της εποχής. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι αμέσως κυριάρχησε διεθνώς η αντίληψη ότι η άρση ήταν κάτι ακόμα πιο σημαντικό από αυτό που προδήλως ήταν, καθώς θεωρήθηκε ως πρώτο βήμα και προπομπός μιας διαδικασίας με τελικό σκοπό την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Τελικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ομως, για την άρση των αναθεμάτων έχουν γραφτεί τόμοι στη διεθνή βιβλιογραφία, τόσο από πλευράς κανονικού δικαίου και θεολογικής επιστήμης, όσο και, παράλληλα, από πλευράς διεθνών σχέσεων, με τα ελληνοτουρκικά και τον Ψυχρό Πόλεμο να πρωταγωνιστούν στις αναλύσεις ως προς αυτή τη διάσταση. Το Κρεμλίνο και η Ρωσική Εκκλησία παρακολούθησαν με μεγάλη ανησυχία και έκδηλη αντίδραση τα γεγονότα, όπως άλλωστε και η Τουρκία. Οταν μάλιστα, τον Ιούλιο του 1967 ο Πάπας Παύλος επισκέφθηκε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στο Φανάρι, οι τουρκικές Αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δυσχεράνουν τη συνάντηση. Ο Αθηναγόρας, παραβιάζοντας τότε το ίδιο το πρωτόκολλο του Φαναρίου που επέβαλλε να δέχεται τους επισκέπτες του στην είσοδό του, έφυγε την τελευταία στιγμή μυστικά από το Φανάρι, με τρόπο που θύμιζε περισσότερο κατασκοπευτική ταινία, για να κατευθυνθεί στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, όπου η παραταγμένη τουρκική κυβέρνηση τον είδε ξαφνικά μπροστά της εμβρόντητη, ανήσυχη και, κυρίως, ανήμπορη να αντιδράσει, να προχωρά με τη βιβλική του μορφή προς τα σκαλιά του αεροσκάφους που μετέφερε τον Ποντίφικα, λίγες μόνον στιγμές προτού ανοίξουν οι πόρτες του…