Στο κενό έπεσε, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, η προσπάθεια του γνωστού ενεχυροδανειστή «Ριχάρδου» να πείσει ανακρίτρια και εισαγγελέα ότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση της λαθρεμπορίας χρυσού που τον έφερε αντιμέτωπο με κακουργηματικές κατηγορίες.
Υστερα από πολύωρη απολογία οι δικαστές έδειξαν με την απόφασή τους στον κατηγορούμενο ενεχυροδανειστή τον δρόμο προς τη φυλακή, επιφυλάσσοντάς του την ίδια ποινική μεταχείριση που είχαν δείξει λίγες ώρες νωρίτερα για άλλους οκτώ συγκατηγορουμένους του, οι οποίοι φέρονται – σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας – ότι ήταν ψηλά στην ιεραρχία της εγκληματικής οργάνωσης.
«Παρά τις προσπάθειές μας να αντιληφθούν ανακριτής και εισαγγελέας την υποδομή της υπόθεσης, αυτό δεν κατέστη δυνατό και αποφάσισαν προσωρινή κράτηση» δήλωσε ο δικηγόρος του «Ριχάρδου» Αλέξης Κούγιας, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι κυριάρχησε η «ηχηρότητα της υπόθεσης» και η δήλωση του Πρωθυπουργού που, κατά την εκτίμησή του, προκατέλαβε την κατάληξη της υπόθεσης.
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Στο πολυσέλιδο υπόμνημά του ο γνωστός ενεχυροδανειστής αποποιήθηκε οποιαδήποτε παράνομη πράξη υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα του κύκλου των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με όσα υποστήριξε «τα κέρδη από την απολύτως νόμιμη δραστηριότητά μου ήταν τόσα, ώστε να καθίσταται κωμικός ο ισχυρισμός ότι χρειαζόταν να επιδοθώ και στην αποδιδόμενη παράλληλη και παράνομη εξαγωγική δραστηριότητα». Αντιθέτως, κατά τα λεγόμενά του, «κάποιοι που βλέπουν τα δικά μου κέρδη και δεν μπορούν να έχουν τον δικό μου απολύτως επιτυχή μηχανισμό λειτουργίας της επιχειρηματικής μου δραστηριότητας, επέλεξαν αυτή την παράλληλη δραστηριότητα για να με ανταγωνιστούν».
Ο κατηγορούμενος επανέλαβε και ενώπιον της ανακρίτριας ότι «δεν είμαι ούτε μέλος ούτε (συν)αρχηγός οποιασδήποτε εγκληματικής οργάνωσης, δεν έχω διαπράξει ποτέ το αδίκημα της λαθρεμπορίας και δεν έχω νομιμοποιήσει ποτέ έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες».
ΟΛΑ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ. Εξήγησε ότι «ως ενεχυροδανειστής δεν έχω παραλάβει ποτέ προϊόντα εγκληματικών πράξεων, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω των υπαλλήλων μου, καθόσον σε όλα τα καταστήματα υπάρχει προσωπικό που μεριμνά να εισέρχονται μόνο πελάτες που φέρουν δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατήριο, και σε περίπτωση ολοκλήρωσης της συναλλαγής να καταγράφονται τα στοιχεία τους στα βιβλία που προβλέπει η νομοθεσία». Σε άλλο σημείο του υπομνήματός του ανέφερε πως «ουδέποτε έχει παραληφθεί στα καταστήματά μου έστω και ένα αντικείμενο άτυπα, χωρίς να καταγραφεί η συναλλαγή, και ουδέποτε έχω παραλάβει αντικείμενα από τρίτους ενεχυροδανειστές ή πρόσωπα που συγκεντρώνουν αντικείμενα άνευ αδείας και παραστατικών. Σημειωτέον ότι οι μεταφορείς των κοσμημάτων από τα υποκαταστήματά μου προς το κεντρικό κατάστημα εργάζονται για συγκεκριμένη εταιρεία και έχουν επανειλημμένως υποστεί εξονυχιστικούς αστυνομικούς ελέγχους ως προς την προέλευση των κοσμημάτων και την καταγραφή αυτών στα βιβλία των επιχειρήσεών μου με αρνητικό πάντοτε αποτέλεσμα». Επιπλέον, αρνήθηκε ότι ήρθε έστω μία φορά σε επικοινωνία με τους φερόμενους ως γυρολόγους ή «πασπαρτού» ή τρίτους ενεχυροδανειστές που πήγαιναν τιμαλφή στον τούρκο συγκατηγορούμενό του, ο οποίος μία ημέρα πριν είχε κριθεί προσωρινά κρατούμενος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, «με τη συγκεκριμένη δραστηριότητά του δεν είχα καμία γνώση, ανάμειξη ή ωφέλεια».
Αναφορικά με τις συναλλαγές του ίδιου συγκατηγορουμένου του με τους Κινέζους, ο ενεχυροδανειστής είπε ότι «δεν έχω καμία γνώση, ανάμειξη, τηλεφωνική ή διά ζώσης συνομιλία ή φυσική παρουσία και τις πληροφορήθηκα το πρώτον από τη δικογραφία. Ουδέποτε έχω πραγματοποιήσει παράνομη εξαγωγή χρυσού μέσω λεωφορείων ή με οποιονδήποτε τρόπο, αφού οι εξαγωγές που πραγματοποιώ είναι πάντοτε νόμιμες μέσω του τελωνείου του Αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος».
ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΧΡΥΣΟΥ. Εάν στη διερευνώμενη υπόθεση έχουν λάβει χώρα παράνομες εξαγωγές χρυσού μέσω λεωφορείων, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία απολύτως γνώση και σχέση με αυτές και είναι βέβαιος ότι «ο εξαχθείς χρυσός και ο κατασχεθείς στο λεωφορείο χρυσός δεν προέρχονται από τα καταστήματά μου, διότι ο χρυσός που συγκεντρώνεται από τα καταστήματά μου σε μορφή κοσμημάτων, διακινείται για τήξη στο χυτήριό μου επί της οδού Στουρνάρη 29, το οποίο έχει τη νόμιμη άδεια, ακολούθως στον φασματογράφο, εν συνεχεία στην επιχείρησή μου, όπου συσκευάζεται, και εν τέλει στο αεροδρόμιο προς εξαγωγή, συνοδευόμενος πάντοτε σε όλες αυτές τις φάσεις με τα νόμιμα παραστατικά (τιμολόγια – δελτία αποστολής, διασαφήσεις)». Μέχρι και τη σύλληψή του μάλιστα δεν γνώριζε, όπως αναφέρει στο υπόμνημά του, την ύπαρξη του χώρου στην οδό Αριστείδου, όπου κάποια πρόσωπα φέρεται ότι συγκέντρωναν χρυσά αντικείμενα, ούτε είχε ποτέ μεταβεί σε αυτό τον χώρο.
Επιπλέον, αρνήθηκε και την κατηγορία περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ισχυριζόμενος ότι: «Ουδέποτε κατείχα “μαύρο” χρήμα και ουδέποτε διέθεσα “μαύρο” χρήμα σε προωθητικές ενέργειες, αλλ’ αντιθέτως τα χρήματα για τις διαφημίσεις των καταστημάτων προέρχονταν από τον κύκλο εργασιών μου που μόνο για το έτος 2017 ήταν 14,3 εκατομμύρια ευρώ, βάσει των φορολογικών μου δηλώσεων. Η ανάπτυξη της επιχείρησής μου οφείλεται όχι μόνο στην έντονη διαφημιστική προβολή της σε πολλά τηλεοπτικά κανάλια και στο Ιnternet, αλλά και στο γεγονός ότι χάρη στο εξειδικευμένο προσωπικό μου δίνω τις καλύτερες τιμές στην αγορά, προσφέροντας παράλληλα στον πελάτη απόλυτη εχεμύθεια και ασφάλεια, αλλά και πίστωση χρόνου στα συμβόλαια εξώνησης, οπότε με τον τρόπο αυτό παρέχω τη δυνατότητα στους πελάτες μου να ανακτήσουν τα προσωπικά τους τιμαλφή».