Ενα θεμελιώδες ερώτημα βασανίζει τους γάλλους πολιτικούς, δημοσιογράφους και εν γένει αναλυτές της επικαιρότητας: αποτελεί η υπόθεση «Κίτρινα Γιλέκα» συνολική ρήξη ή ελεγχόμενη; Είναι προβλέψιμες οι συνέπειές της; Και το χάος που ήδη έχει δημιουργηθεί θα καταστεί δυνατόν να ελεγχθεί με δημοκρατικά μέσα;
Η Γαλλία δεν έχει έναν Γιάννη Δραγασάκη, που να εισηγηθεί έγκαιρα την τακτική υποχώρηση ώστε να αποφευχθεί η πρόωρη απονομιμοποίηση της κυβέρνησης και του μετα-πολιτικού της εγχειρήματος. Δεν έχει ούτε έναν Πάνο Καμμένο, που να εγγυηθεί τη διασφάλιση της σταθερότητας, της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας από τις ένοπλες δυνάμεις. Εχει μόνο έναν Εμανουέλ Μακρόν, που δεν είναι ακριβώς πολιτικός και δεν είναι καθόλου κοινωνιολόγος. Είναι όμως φιλόσοφος.
Οι δύο χώρες έχουν ένα κοινό σημείο: μια εμμονή στα μεγαλεία του παρελθόντος, πιο μακρινού για την Ελλάδα, πιο κοντινού για τη Γαλλία, η οποία τις εμποδίζει να αγκαλιάσουν τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις. Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, που λέει κι ο Κώστας Κωστής. Λες και κάτι τους χρωστούν εσαεί οι υπόλοιποι.
Ο μεγάλος κοινωνιολόγος Αλέν Τουρέν έλεγε πρόσφατα στο περιοδικό L’Obs ότι η Γαλλία μοιάζει ανίκανη να αναπτύξει ένα αποτελεσματικό πανεπιστημιακό σύστημα, αυτά τα research universities με τελικό στόχο να αλλάξει η ζωή όλης της κοινωνίας. Αυτοί είναι οι κεντρικοί θεσμοί της εποχής μας, όπως ήταν οι τράπεζες κατά τον 19ο αιώνα και οι μεγάλες βιομηχανίες κατά τον 20ό. Μόνο τα πανεπιστήμια, μαζί με τα νέα κοινωνικά κινήματα, μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τις αυτοκαταστροφικές τάσεις της κοινωνίας, να αξιοποιήσουμε τις δημιουργικές της τάσεις και να λύσουμε τις αντιφάσεις του τέλους της βιομηχανικής εποχής.
Τα κοινωνικά προβλήματα είναι φλέγοντα: η ανεργία στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα για τους νέους, ενώ και στη Γαλλία το 24% των μικρομεσαίων νοικοκυριών χτυπάει κόκκινο ήδη από τα μέσα του μήνα. Το παραγωγικό μοντέλο πρέπει να αλλάξει επειγόντως. Αλλά οι συνταγές που εφαρμόζονται είναι λάθος. Εδώ ακολουθείται μια επιδοματική, αντιαναπτυξιακή πολιτική που αποσκοπεί σε βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη. Εκεί γίνεται προσπάθεια να επιβληθούν μέτρα απότομης προσαρμογής, που φέρνουν σε απόγνωση όλα τα θύματα της παγκοσμιοποίησης. Το πρόβλημα του Μακρόν δεν είναι ότι οι casseurs εκμεταλλεύονται τις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων για να προκαλέσουν βίαια επεισόδια. Είναι ότι η μεσαία τάξη αισθάνεται εγκαταλελειμμένη και προδομένη.
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα και του Τσίπρα. Τα αίτια όμως είναι διαφορετικά. Ο Μακρόν υποτίμησε τον λαό, ο Τσίπρας τον υπερτίμησε. Ο πρώτος θέλησε ρήξη με τα κόμματα ερήμην του λαού, ο δεύτερος θέλησε ρήξη με τους θεσμούς μαζί με μέρος του λαού. Είναι φανερό γιατί ο Γάλλος έχει περιθώρια διόρθωσης, ενώ ο δικός μας βλέπει την κλεψύδρα να αδειάζει.