Ποιος είναι πιο εύκολος όμιλος για την Εθνική; Αυτός του Euro 2016 με τις Βόρεια Ιρλανδία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Φινλανδία και Νησιά Φερόες ή αυτός του Euro 2020 με τις Ιταλία, Φινλανδία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Αρμενία και Λίχτενσταϊν;

Εχει, αλήθεια, τόση σημασία η δυναμικότητα των αντιπάλων όταν έχεις χάσει δύο φορές από τα Νησιά Φερόες τερματίζοντας τελευταίος στα προκριματικά του Euro 2016; Οταν σε εννέα αγώνες το 2018 έχεις πετύχει μόλις πέντε γκολ, εκ των οποίων το ένα αυτογκόλ;

Οταν δεν έχεις έδρα και κατρακυλάς στη 43η θέση από την 11η που ήσουν πριν από έξι χρόνια;

Οταν δεν υπάρχει σχέδιο για την επόμενη μέρα, στρατηγική; Οταν κάθε διεθνής εφαρμόζει το δικό του αγωνιστικό σύστημα;

Οταν δεν θεωρείς καταστροφική την ήττα από την Εσθονία, η οποία στο παρελθόν πανηγύρισε επιτυχίες επί των Φίτζι, Βανουάτου και Μάλτας;

Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας το 2014 και την αποχώρηση του Φερνάντο Σάντος, η Εθνική Ελλάδας εισήλθε σε φάση εσωστρέφειας.

Ξέρασε τη μικροποδοσφαιρική μπουρζουαζία και ένα σύνδρομο επαρχιωτισμού το οποίο είχε κρυφτεί καλά τα προηγούμενα χρόνια κάτω από το γερμανικό χαλί του Οτο Ρεχάγκελ.

Οι δάφνες του 2004 πήραν φωτιά και η μυρωδιά ζάλισε τους επιγόνους που ως άλλες Πυθίες προβαίνουν σε αμφίσημους χρησμούς.

Το μέλλον της Εθνικής πρέπει να στηριχθεί σε νέες στέρεες βάσεις και όχι στην προγονοπληξία. Κανείς δεν εξελίχθηκε κοιτώντας πίσω.

Το Euro 2020 δίνει την ευκαιρία για την ανασυγκρότηση, αρκεί ο Αγγελος Αναστασιάδης να μην ακολουθήσει την πεπατημένη και στηριχθεί στα «γνωστά πρόσωπα» που προκάλεσαν αυτή την κατολίσθηση.

Νέο αίμα, νέα πνοή, ένας σταθερός κορμός και βλέμμα στο μέλλον. Γιατί η Εθνική έχει μέλλον, αρκεί να πετάξει τα βαρίδια, κάθε λογής και σε κάθε βαθμίδα.

Στην περίπτωσή της ισχύει η λαϊκή ρήση «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Δογματικές αγκυλώσεις και ιδεοληψίες έχουν προκαλέσει άνευ προηγουμένου αδιέξοδα. Ηρθε η στιγμή να αντιληφθούν πως το αφήγημά τους έχει καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος.