«Η οικονομία είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο θα διατηρηθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί» αναρωτιέται με επικριτική διάθεση έναντι της ελληνικής οικονομικής πολιτικής ο πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ στην Ελλάδα Μπομπ Τράα σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ». Κατά τον ολλανδό τεχνοκράτη, ο οποίος ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος του Ταμείου στην Ελλάδα, όταν η χώρα προσέφυγε στον μηχανισμό στήριξης, η έξοδος από τα Μνημόνια συνοδεύτηκε από πολιτικές με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές και όχι από ένα μακροπρόθεσμο πλάνο, που θα οδηγήσει τη χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη και αποκλιμάκωση του υψηλού δημόσιου χρέους. Παρότι έφυγε από την Ελλάδα την άνοιξη του 2013, ο Τράα, ο οποίος είχε ταυτιστεί με τη σκληρή λιτότητα, που είχε επιβάλει το ΔΝΤ τα πρώτα χρόνια της κρίσης, παρακολουθεί και μελετά ανελλιπώς τις εξελίξεις στη χώρα από τη θέση πλέον του ανεξάρτητου οικονομολόγου.
Ησασταν ο πρώτος εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ελλάδα, όταν η χώρα μπήκε στα Μνημόνια. Πώς αξιολογείτε σήμερα την ελληνική οικονομία;
Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι σημαντική, αλλά η διόρθωση δεν προκύπτει χάρη στις μεταρρυθμίσεις. Απορρέει κυρίως από τη μείωση των εισοδημάτων, από τη φτωχοποίηση, που οδήγησε σε μείωση της ζήτησης. Η ανταγωνιστικότητα έχει ενισχυθεί, αλλά δεν έχει πλήρως αποκατασταθεί. Οι τιμές και οι μισθοί έχουν μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την ΕΕ, αλλά παραμένουν υψηλότεροι του μέσου ευρωπαϊκού όρου, αν συνυπολογιστεί η παραγωγικότητα. Η δουλειά δεν έχει τελειώσει. Χρειάζεται ακόμη σημαντική προσπάθεια για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας.
Οπότε είστε αντίθετος σε ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Πρόκειται για λανθασμένη κίνηση, όπως και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Δεν πρόκειται να συμβάλουν στην τόνωση της απασχόλησης, αποτελούν απλά προεκλογικές παροχές. Ο ορίζοντας για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων είναι οι επόμενες εκλογές. Η χώρα δεν έχει μακροπρόθεσμο πλάνο αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας και ενίσχυσης της οικονομίας.
Η διασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί στόχο μετά την έξοδο από τα προγράμματα. Κινείται η χώρα προς την κατεύθυνση αυτή;
Το υψηλό δημόσιο χρέος και η έλλειψη ενός μακροπρόθεσμου πλάνου για τη μείωσή του, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες εξελίξεις στο Δημογραφικό, περιορίζουν την ανάπτυξη. Επιπλέον, η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα, που παραμένουν από την κρίση, όπως οι ισολογισμοί των τραπεζών, ενώ η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι αδύναμη και ορισμένα μέτρα έχουν ήδη αντιστραφεί. Οι προβλέψεις μου δείχνουν ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με χαμηλότερο ρυθμό από τις προβλέψεις της Κομισιόν και του ΔΝΤ.
Οταν μιλάτε για μη εφαρμογή μέτρων, αναφέρεστε προφανώς στο ζήτημα των συντάξεων.
Η μείωση των συντάξεων είναι μία μόνο περίπτωση. Στην πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής υπάρχουν αρκετές κόκκινες κάρτες για δεσμεύσεις που άλλαξαν, που ανατράπηκαν, διαπιστώσεις που δείχνουν ότι η χώρα δεν είναι συνεπής με τη συμφωνία εξόδου από το πρόγραμμα. Τώρα αναμένονται επιπλέον ανατροπές λόγω των δικαστικών αποφάσεων. Η κυβέρνηση δεν μπορεί απλά να νίπτει τας χείρας της και να παραπέμπει τα ζητήματα στις δικαστικές αποφάσεις. Η χώρα δεν ωφελείται από τέτοιες κινήσεις. Αν δούμε προσεκτικότερα το ζήτημα της μη περικοπής των συντάξεων, στην έκθεση της Κομισιόν αναφέρεται ότι η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ότι θα παγώσει τις συντάξεις μέχρι το 2022, αντισταθμίζοντας, έτσι, το κόστος της μη εφαρμογής της περικοπής. Ομως το αντιστάθμισμα αφορά μια μικρή περίοδο. Το ερώτημα που τίθεται είναι «ποιος θα πληρώσει για το μέτρο αυτό μελλοντικά;». Μακροπρόθεσμα το κόστος αντιστοιχεί σε 28%-56% του ΑΕΠ. Παράλληλα, δημιουργεί ανισότητες στο ασφαλιστικό σύστημα, ενώ δημιουργείται επιπλέον θέμα εμπιστοσύνης έναντι των αγορών.
Θεωρείτε ότι οι αγορές δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα;
Η Ελλάδα έχει κάνει δεσμεύσεις, ορισμένες μάλιστα προνομοθετήθηκαν, αλλά μία εβδομάδα μετά την έξοδο από το πρόγραμμα άρχισε η συζήτηση για την ανατροπή ακόμη και προνομοθετημένων δεσμεύσεων. Αν θέλει μια χώρα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών, δεν είναι αυτός ο τρόπος. Τα σπρεντ συνεχίζουν να είναι υψηλά, διότι οι αγορές «βλέπουν» στις αποφάσεις προεκλογικές παροχές. Δεν υπάρχει πειστική στρατηγική, ούτε από την αντιπολίτευση, για να επιλυθούν τα προβλήματα, παρά τις θυσίες και την προσπάθεια όλων αυτών των ετών. Η οικονομία είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο θα διατηρηθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί. Διότι με τις πολιτικές που προωθεί η κυβέρνηση, αλλά και αυτές που προτείνει η αντιπολίτευση, τα νούμερα δεν βγαίνουν.
Οι στόχοι για πλεόνασμα, όμως, τηρούνται παρά τις παροχές.
Αν λάβουμε υπόψη το ύψος του χρέους, δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοσιονομικό χώρο. Υπάρχουν, εξάλλου, τρεις πηγές πιέσεων στο χρέος, θα τις ονόμαζα «οργανικές πιέσεις», που εμποδίζουν την αποκλιμάκωσή του. Πρώτον, ένα «κρυφό έλλειμμα» από δαπάνες του δημοσίου, οι οποίες δεν καταγράφονται στο ανακοινωθέν έλλειμμα. Επίσης, ο δανεισμός από τις αγορές θα οδηγήσει σε επιπλέον επιβάρυνση, καθώς η Ελλάδα δεν θα χαίρει πλέον των ευνοϊκών όρων δανεισμού. Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση του εργατικού δυναμικού εμποδίζουν την ανάπτυξη. Η αποκλιμάκωση του χρέους αποτελεί μακροπρόθεσμο εγχείρημα και χρειάζεται πλάνο. Αν η χώρα ακολουθούσε συνετές δημοσιονομικές πολιτικές τα επόμενα 20 με 25 χρόνια, θα μπορούσε το 2080 να μειώσει το χρέος στο 60%. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους θα επανέλθει στις αρχές του 2030.
Θα μπορέσει η χώρα να προσελκύσει επενδύσεις;
Κατ’ αρχάς, δεν θα πρέπει να υπάρχει ανησυχία για τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων βραχυπρόθεσμα. Η άποψή μου είναι διαφορετική από της Κομισιόν. Ομως το πρόβλημα εντοπίζεται στις ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα έπρεπε να είναι ο μοχλός επενδυτικής ανάπτυξης. Οι επενδυτές δεν έχουν εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα. Παράλληλα, ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει προβλήματα, τα οποία αναχαιτίζουν τη μείωση του κόστους πιστώσεων και τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων. Το πρόβλημα είναι ότι με πολιτικές παρεμβάσεις δεν επιτρέπεται ουσιαστικά στις τράπεζες να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς και σε εξυγίανση των ισολογισμών τους. Ο νόμος Κατσέλη αναγκάζει τις τράπεζες να σηκώσουν το βάρος των προβληματικών δανείων. Αν το κράτος επιδιώκει παρεμβάσεις, τότε θα πρέπει να αναλαμβάνει το κόστος των αποφάσεων. Επιπλέον, οι προτάσεις, που έχουν προταθεί για την επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων δεν οδηγούν σε πραγματική επίλυση του ζητήματος. Οι έλληνες τραπεζίτες πρέπει να είναι εξαιρετικά καινοτόμοι, διότι παρά τα προβλήματα και ένα αντίξοο περιβάλλον συνεχίζουν να λειτουργούν και να δανειοδοτούν.
Πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος μετάδοσης από την Ιταλία;
Οι αγορές και οι επενδυτές ομαδοποιούν τις χώρες στα επενδυτικά τους σχέδια. Η Ιταλία και η Ελλάδα, παρότι διαφέρουν σε μέγεθος, έχουν συναφή χαρακτηριστικά, οπότε όταν ανεβαίνουν τα ιταλικά σπρεντ, η τάση μεταδίδεται άμεσα στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι «πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί η μεταδοτικότητα;». Η Ελλάδα απλά αντιδρά στα γεγονότα. Αν ο ορίζοντας των σχεδιασμών είναι οι επόμενες εκλογές, τότε η πιθανότητα μετάδοσης αυξάνεται. Δεν έχει σημασία τι κάνει η Ιταλία, σημασία έχει τι κάνει η Ελλάδα.