Πότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία; Αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν λίγο πριν, λίγο μετά το Μιλένιουμ. Τότε περίπου άρχιζαν να εμφανίζονται στο κέντρο και στα προάστια της Αθήνας οι αλυσίδες των, ας τους πούμε, «μεταφούρνων». Μια ανάπτυξη του φούρνου της γειτονιάς, του πρώτου, ίσως, είδους καταστήματος που καταγράφηκε, από τον προπερασμένο αιώνα, στα υποτυπώδη ακόμη αστικά κέντρα της Ελλάδας. Σημείο αναφοράς αλλά και συνάθροισης των κατοίκων στις υπό διαμόρφωση γειτονιές. Από τότε δηλαδή που οι νέες συνθήκες διαβίωσης δεν διευκόλυναν τις νοικοκυρές να φτιάχνουν ψωμί στο σπίτι. Και στη συλλογική μνήμη μας οι φουρνάρηδες έχουν καταγραφεί ως εκείνοι οι επαγγελματίες που ξυπνούσαν εν τω μέσω της νυκτός για να έχει ο κοσμάκης πρωί πρωί τον άρτον τον επιούσιον. Ετρωγε πολύ ψωμί ο κόσμος παλαιότερα. Δεν είχε αλλεργία στη γλουτένη. Οπως το λέει ο Καραγάτσης περιγράφοντας, στο «Γιούγκερμαν», το κολατσιό των εργατών του εργοστασίου: «…Και ψωμί, πολύ ψωμί για να χορτάσουν τη μεγάλη, την αιώνια πείνα τους».

Ας γυρίσουμε όμως στο τώρα. Πριν από είκοσι πάνω – κάτω χρόνια, λοιπόν, οι φούρνοι της Αθήνας άρχισαν να αναπτύσσονται με έναν μάλλον παράδοξο τρόπο. Πρώτα απ’ όλα ως αλυσίδες καταστημάτων, κάτι που ισοπέδωσε την προσωπική σχέση με τον πελάτη (πώς να πεις τα ανώδυνα κουτσομπολιά της γειτονιάς με υπαλλήλους που, κάθε τόσο, αλλάζουν;). Ταυτόχρονα, άρχισαν να ενσωματώνουν και άλλου είδους μαγαζιά. Ας πούμε, τα πληθωρικά σαντουιτσάδικα της δεκαετίας του 1980. Που κι αυτά είχαν προηγουμένως ενσωματώσει τα τυροπιτάδικα. Παράλληλα έγιναν και λίγο ζαχαροπλαστεία. Ενώ σέρβιραν και καφέ στο πόδι ή για take away.

Από την αρχή της κρίσης αυτά τα μαγαζιά άρχισαν να καθιερώνονται και να εξαπλώνονται παντού. Με εντυπωσιακό ρυθμό κατέκλυσαν την πόλη. Ξανάγιναν πάλι σημείο αναφοράς στις γειτονιές («μετά τον Βενέτη, δεύτερος δρόμος δεξιά»), αλλά κυρίως για τους διερχόμενους. Με ονόματα που παραπέμπουν σε αρχαίους ναούς, σε αρχαία ρητά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά. Μόνο όμως ως προς αυτό διαφέρουν. Τα εμπορεύματα μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που νομίζεις ότι έχουν βγει από το ίδιο παρασκευαστήριο. Σάντουιτς που ξεροσταλιάζουν από το πρωί πίσω από τις βιτρίνες. Ολόιδια παντού. Αραβικές πίτες για επίφαση δίαιτας και σος που ξεχειλίζουν από παραγεμισμένα ψωμάκια. Τα περίφημα «εξωτικά» κρουασίνια που, από μαγαζί σε μαγαζί, δεν διαφέρουν ούτε ως προς το σχήμα. Τάρτες που ούτε εσύ ούτε αυτές ξέρουν τις ακριβώς είναι. Και ψωμιά σαν να βγήκαν από καλούπια χωρίς καν την ατέλεια του χειροποίητου.

Μαγαζιά – φαινόμενα της κρίσης που αποσκοπούν όχι μόνο να σε χορτάσουν, αλλά να σε μπουχτίσουν. Με όσο το δυνατόν λιγότερα ευρώ. Γι’ αυτό είναι πάντα γεμάτα. Πώς το έλεγε, είπαμε, ο Καραγάτσης; «Ψωμί, πολύ ψωμί…».

«Μην τρως εσύ κρέας. Φάε αυτόν που τρώει»

Εχουν, θεωρώ, ξεπεράσει τα όρια της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Οι vegan που για άλλη μία φορά «επιτέθηκαν», το περασμένο Σάββατο, στη Βαρβάκειο Αγορά. Γιατί περί επίθεσης πρόκειται. Που σκοπό έχει όχι να πείσει τους πολίτες να μην τρώνε κρέας, αλλά να στοχοποιήσει όσους τρώνε. Συνθήματα και εικόνες μίσους που σκοπό έχουν όχι να ευαισθητοποιήσουν ούτε να ενημερώσουν. Να τρομάξουν θέλουν. Να απειλήσουν. Φανταστικό το σύνθημα του τίτλου, δεν νομίζω όμως ότι απέχουμε πολύ από το να το ακούσουμε.

Εχετε προσπαθήσει να πιάσετε κουβέντα μαζί τους; Εγώ προσπάθησα όταν, σε μία περίπτωση, μου δόθηκε η ευκαιρία. Οχι μόνο από προσωπικό, αλλά και από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Ε, μου θύμισαν Αγανακτισμένους της εποχής των πλατειών. Τα μεγάλα συμφέροντα, ο καπιταλισμός, οι πολυεθνικές, ο δικαιωματισμός, οι πηγές πλούτου, η παραγωγική γραμμή – όλα αχταρμάς σε ένα παραλήρημα που ξεκινούσε στήνοντάς με εξαρχής στο εδώλιο ενός νεφελώδους δικαστηρίου. Ενώ η ερώτηση ήταν: «Μαζί σου, φίλε, αλλά θέλεις να μου εξηγήσεις γιατί δεν πρέπει να τρώω κρέας;».

Οι ακτιβιστικές ενέργειες των «ρουβικωνιζόντων» πλέον vegan έχουν σχεδόν ενταχθεί στην κανονικότητα της πόλης. Και κάτι μου λέει ότι, επειδή πάντα η δράση δημιουργεί αντίδραση, οι φανατικοί κρεατοφάγοι θα αυξάνονται.

Στο Μουσείο Κοσμήματος

Πολλά τα μπαζάρ αυτή την εποχή, αλλά όταν κάποιο κλείνει 25 χρόνια συνεχούς παρουσίας, κάτι σημαίνει. Αναφέρομαι στην έκθεση που διοργανώνει το Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη με σκοπό την προβολή αποκλειστικά ελλήνων δημιουργών. Παλιότερων (όπως η αγαπημένη μας Δάφνη Βαλέντε ή το περίφημο «Μάτι» από τη δεκαετία του 1980) και νεότερων (όπως η Εύη Σαζακλή που έδωσε νέα διάσταση στην παραδοσιακή τέχνη του μακραμέ, την οποία χρησιμοποιεί για την κατασκευή κοσμημάτων). Κατά τη διάρκεια της έκθεσης (7-8-9 Δεκεμβρίου) οι συμμετέχοντες θα είναι παρόντες για να εξηγούν, σε όσους θέλουν, τα μυστικά της τέχνης τους, ενώ τα παιδιά θα μπορούν να απασχοληθούν δημιουργώντας τα δικά τους χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ολο τον Δεκέμβριο, ωστόσο, το μουσείο θα έχει δωρεάν είσοδο για το κοινό.

Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, ηθοποιός

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

«Η Αθήνα μ’ αρέσει. Είναι η πόλη που την περπατάω καθημερινά όλα τα χρόνια. Τα ατέλειωτα χιλιόμετρα που έχω διανύσει σε αυτή την πόλη είναι σαν να έκανα τον γύρο της Γης πολλές φορές. Είναι η πόλη που, όταν λείπω, πάντα εκεί γυρίζω. Σαν μια μόνιμη επιστροφή στις ρίζες μου. Είναι η πόλη που φυλάει τις αναμνήσεις μου. Καλές, κακές, δεν έχει σημασία. Οι αναμνήσεις μας κάνουν αυτό που είμαστε. Είναι η πόλη που αλλάζει, αλλά πάντα ίδια μένει. Η Αθήνα μου αρέσει ακόμη και όταν δυσκολεύει τη ζωή μου. Είναι η πόλη μου, εδώ με τοποθέτησε η μοίρα και εδώ έχω μάθει να συμφιλιώνομαι με ό,τι μου αρέσει και ό,τι δεν μου αρέσει».