Μια πολυεπίπεδη και εξαιρετικά συγκροτημένη συνεργασία εξελίσσεται τα τελευταία δύο χρόνια μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, σε βαθμό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως κοσμογονία. Το κείμενο συνεργασίας που υπεγράφη μεταξύ των εκπροσώπων των δύο οργανισμών στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία τον Ιούλιο του 2016, και υιοθετήθηκε επισήμως λίγο αργότερα από τα κράτη – μέλη των δύο οργανισμών, αποτελεί τη θεσμική βάση πάνω στην οποία δρομολογείται έκτοτε μια πρωτόγνωρη επιχειρησιακή όσμωση των δύο οργανισμών για την αντιμετώπιση των νέων σύνθετων απειλών στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Οι δύο οργανισμοί, παρά τη διαφορετική στρατηγική τους κουλτούρα, έχουν να επιδείξουν επιτυχείς συνεργατικές δράσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ύστερα. Το πεδίο της διαχείρισης των πολέμων από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είναι ένα πρώτο παράδειγμα. Ασφαλώς η συνεργασία αυτή δεν ήταν πάντοτε ιδανική, αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν κράτη του ΝΑΤΟ (Τουρκία) που δεν αναγνωρίζουν την εδαφική κυριαρχία ενός κράτους – μέλους της ΕΕ (της Κύπρου). Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η συνεργασία μεταξύ των δύο οργανισμών έχει προοδευτικά ενταθεί, κυρίως σε επιχειρησιακό επίπεδο, δεδομένων των συμπληρωματικών δυνατοτήτων τους στα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας και άμυνας. Ο βασικός λόγος της εντατικοποίησης αυτής της συνεργασίας αφορά την κοινή παραδοχή των κρατών – μελών τους ότι ο σύγχρονος χαρακτήρας των απειλών που αντιμετωπίζουν οι χώρες των διατλαντικών θεσμών (ΕΕ και ΝΑΤΟ) απαιτεί συντονισμό δράσεων τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο σε αυτό των οργανισμών. Καμία χώρα, όσο ισχυρή και να είναι, δεν μπορεί από μόνη της να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία, το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, τις υβριδικές απειλές, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνοεπιθέσεων.
Η εμβάθυνση της συνεργασίας των δύο οργανισμών εξελίσσεται ραγδαία στη βάση των αρχών της διαφάνειας, της συμπεριληπτικότητας και του σεβασμού της διαφορετικότητας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τα πεδία συνεργασίας των δύο οργανισμών εστιάζουν στην αντιμετώπιση των υβριδικών απειλών, την οικοδόμηση δυνατοτήτων διακυβέρνησης τρίτων χωρών που χρήζουν βοηθείας, τις κοινές ασκήσεις και την κοινή εκπαίδευση, την επιχειρησιακή συνεργασία ακόμα και σε ζητήματα θαλάσσιας ασφάλειας και ελέγχου της μετανάστευσης, κυβερνο-ασφάλειας και άμυνας, την ενδυνάμωση των αμυντικών τους δυνατοτήτων και την αμυντική βιομηχανία και έρευνα.
Τον Ιούλιο του 2018, ένα δεύτερο κοινό ανακοινωθέν διεύρυνε περαιτέρω τους τομείς συνεργασίας, προσθέτοντας τη στρατιωτική κινητικότητα, την πάταξη της τρομοκρατίας, την αντιμετώπιση ραδιολογικών, βιολογικών, χημικών και πυρηνικών απειλών, καθώς και την προώθηση του θεματολογίου πολιτικής «Γυναίκες, ειρήνη και ασφάλεια». Τα συγκεκριμένα πεδία συνεργασίας έχουν συγκεκριμενοποιηθεί σε περισσότερες από 74 δράσεις, η εφαρμογή των οποίων αξιολογείται διαρκώς. Η Ελλάδα διαδραματίζει έναν ορατό ρόλο σε αυτή τη συνεργασία. Η εξέλιξη αυτής της συνεργασίας χρήζει μεγάλης προσοχής από την Ελλάδα, δεδομένου ότι η Αθήνα διαθέτει τόσο τεχνογνωσία όσο και δυνατότητες σε ανθρώπινους πόρους ώστε να κεφαλαιοποιήσει τις πτυχές εκείνες της συνεργασίας των δύο οργανισμών που εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντά της. Κάτι τέτοιο απαιτεί πολύ καλή ενημέρωση επί των εξελίξεων, αλλά και σοβαρή επικοινωνία με τους πολίτες προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα προσφερόμενα στρατηγικά οφέλη, απομακρύνοντας έτσι προηγούμενες αχρείαστες πολιτικές αγκυλώσεις.