Κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα μικρό το δέμας, αλλά μεστό ουσίας βιβλίο: η «Εκλογική συμπεριφορά» (εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2018) της Βασιλικής Γεωργιάδου και της Αναστασίας Καφέ. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύονται τα «ιστορικά μοντέλα» εκλογικής συμπεριφοράς ανά την υφήλιο, με ιδιαίτερη έμφαση στο κοινωνικό (οικονομικό και μορφωτικό) προφίλ των ψηφοφόρων, ενώ στο δεύτερο οι δύο καθηγήτριες Πολιτικής Επιστήμης εστιάζουν σε τρεις «σταθμούς» της εκλογικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα μετά την κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης: στο φαινόμενο των Αγανακτισμένων, τη ραγδαία άνοδο της Χρυσής Αυγής, καθώς και στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.
«… Οσον αφορά την ιδεολογική τους αυτοτοποθέτηση», σημειώνουν οι Γεωργιάδου – Καφέ, «οι Αγανακτισμένοι ήταν περισσότερο αριστερόστροφοι παρά δεξιόστροφοι ή κεντρώοι, αν και ένα σημαντικό τμήμα τους θεωρούσε ότι η ιδεολογική διάταξη Αριστεράς – Δεξιάς πλέον “δεν σημαίνει τίποτα”, αρνούμενο να τοποθετήσει τον εαυτό του στη γνωστή κλίμακα…». Αντιστοίχως, οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής «ανευρίσκονται μεταξύ εκείνων που απορρίπτουν τις καθιερωμένες εκλογικές διακρίσεις και προσδίδουν τιμωρητικό περιεχόμενο στην εκλογική τους επιλογή. Επιπλέον, οι ψηφοφόροι της είναι μεταξύ εκείνων που διαθέτουν αυταρχικές απόψεις και δείχνουν διαθέσιμοι να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους, να επικροτήσουν έναν ισχυρό ηγέτη και να απαξιώσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία…». Τέλος, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, εκτός από την τιμωρητική/αυταρχική διάθεση των ψηφοφόρων, έρχεται να πιστοποιήσει και τη βαθιά πολιτική τους δυσαρέσκεια. «Το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα – συνολικά και στους θεσμούς του ειδικότερα – είναι αυξημένο στην Ελλάδα, στην οποία κορυφώνεται με την έλευση της οικονομικής κρίσης». Σε τελική ανάλυση, όπως λέγαμε παλιά, διακυβεύεται το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα.
Μια προσεκτική ανάγνωση της «Εκλογικής συμπεριφοράς» θα αποκαλύψει μια μαγική εικόνα: την κυριαρχία του Κέντρου στις εκλογικές αναμετρήσεις, ακόμη και όταν το Κέντρο δείχνει φαινομενικά να συνθλίβεται ή και να εκμηδενίζεται από συγκριτικά υπέρτερες δυνάμεις εκ δεξιών και εξ ευωνύμων. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στη διαχρονική ανάδειξη πολιτικών ηγετών από την αστείρευτη κεντρώα δεξαμενή – όπως των Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου, του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη – που πρωταγωνίστησαν τα μεταπολεμικά χρόνια σε όλο σχεδόν το φάσμα της πολιτικής σκηνής, από τα σύνορα της Ακρας Δεξιάς έως τα σύνορα της Ακρας Αριστεράς. Ιδίως τη μεταπολιτευτική περίοδο δεν υπήρξε εκλογική αναμέτρηση που να μην κρίθηκε από την ψήφο των κεντρώων. Προσέξτε. Οχι τόσο με τη σθεναρή υποστήριξη των καθαυτό κεντρώων πολιτικών, όσο με τη μετατόπιση προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μπορεί τα «άκρα» να κερδίζουν πρόσκαιρα τις εντυπώσεις επειδή κάνουν τη μεγαλύτερη «φασαρία», αλλά είναι πάντα οι κεντρώοι που θα πουν την τελευταία λέξη, ανάλογα με τον μνηστήρα που θα επιλέξουν.
Ετσι εξηγούνται και διάφορα μυστήρια, όπως η ξαφνική «αγάπη» του ΣΥΡΙΖΑ για το Κέντρο, έναν χώρο που κατεξοχήν έχει λοιδορήσει και συκοφαντήσει στο παρελθόν – αλλά γνωρίζει ότι δεν μπορεί πλέον να προσεταιριστεί με τη συνήθη του ρητορική (τις μεγαλόστομες πομφόλυγες) και τη συνήθη του τακτική (τη λεηλασία ψήφων). Ο ΣΥΡΙΖΑ διακινδυνεύει να απολέσει ένα σημαντικό μέρος από το παραδοσιακό αριστερό του ακροατήριο προκειμένου να μη χάσει την ψήφο εκείνων που ποτέ δεν πίστεψαν στα «παχιά» του «λόγια» – άρα απογοητεύτηκαν και λιγότερο. Από την άλλη μεριά, η Νέα Δημοκρατία έχει πλήρη επίγνωση πως η ψήφος των κεντρώων είναι εκείνη που θα της δώσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία και, μαζί με αυτήν, την τελευταία ευκαιρία για να δραπετεύσουμε οριστικά από τη βαλκανική μιζέρια. Για μια ακόμη φορά, είναι οι κεντρώοι που κάνουν παιχνίδι.