Η πορεία της παράστασης ξεκίνησε το περσινό καλοκαίρι από το Φεστιβάλ Αθηνών. Με διαδοχικά sold out, συγκίνησε το κοινό για τα επίκαιρα μηνύματα που μεταφέρει αλλά και τη σκοτεινή του αφήγηση. Τώρα, το «Φαρενάιτ 451» μεταφέρεται στη φυσική του έδρα, στο θέατρο Πόρτα. Ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Θωμάς Μοσχόπουλος, με την εμπειρία της πρότερης παρουσίασης, σκηνοθετεί το έργο του Ρέι Μπράντμπερι διατηρώντας τους συντελεστές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι Ξένια Καλογεροπούλου, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Αννα Μάσχα και Ευδοκία Ρουμελιώτη.
Η παράσταση βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα το οποίο εμφανίστηκε στα αμερικανικά βιβλιοπωλεία το 1953, εν μέσω της μακαρθικής περιόδου. Ο τίτλος του δηλώνει τη θερμοκρασία στην οποία αρχίζει να καίγεται το χαρτί και η ιστορία του αναφέρεται στην πρακτική της καύσης των βιβλίων. «Με το “Φαρενάιτ” αισθάνθηκα ότι έχω να πω πολλά πράγματα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ενώ κάποτε κάποια πράγματα καταγράφονταν με τη μορφή της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας, δυστυχώς τώρα έχουν ήδη δρομολογηθεί στον απόλυτό τους βαθμό και τα βλέπουμε να αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας πια και όχι απλώς μια απειλή του μέλλοντος. Το έργο μιλάει για μια κοινωνία που είναι η δική μας και μπορεί να ήταν σε υβριδική μορφή στα μέσα του 20ού αιώνα, αλλά τώρα τη βλέπουμε σε πλήρη ανάπτυξη κι αυτό είναι ανατριχιαστικό. Νιώθεις ότι έχει δρομολογηθεί κάτι το οποίο μπορεί να πάει ακόμα χειρότερα με κάποιον τρόπο. Δεν υπάρχει μια μεταβολή δραματική ή σημαντική. Εχει να κάνει με την παντοδυναμία της εικόνας, με τη διάσπαση, με την απομάκρυνση του ανθρώπου από την πολυτέλεια του χρόνου και την πολυτέλεια να σκέφτεται σ’ αυτόν το χρόνο, με την απομόνωση, την αναζήτηση μιας ψεύτικης ευδαιμονίας, με το πόσο παραχωρούμε εμείς από μόνοι μας βασικά δικαιώματα στο όνομα μιας ασφάλειας» επισημαίνει ο σκηνοθέτης στο «Νσυν».
Η ιστορία ξεκινά όταν μελλοντικοί πυροτεχνουργοί εντοπίζουν και καίνε όσα βιβλία έχουν σωθεί από αντιφρονούντες που δεν συμμορφώνονται στο δόγμα ότι είναι άχρηστα και βλαβερά. «Αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον στο έργο είναι ότι η καταστολή γίνεται μ’ έναν τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν που πιστεύουμε. Οι πολίτες ζήτησαν να καούν τα βιβλία γιατί τους ενοχλούσαν, τους θύμιζαν οικεία κακά, τους έκαναν να σκέφτονται. Η σκέψη δημιουργεί περισσότερη μελαγχολία και πόνο απ’ ό,τι η φαινομενική ανεμελιά η οποία τελικά σε αναισθητοποιεί. Εχει να κάνει πολύ μ’ αυτόν τον κόσμο της διασκέδασης και της ελαφρότητας, που στην ουσία δεν είναι. Είναι πολύ σοβαρότερο το τίμημα που πληρώνεις εντέλει. Εχει να κάνει με τη μεγάλη υπαρξιακή μοναξιά η αγωνία τού να είσαι πάντα ανέμελος» παρατηρεί ο Μοσχόπουλος.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ. Αν και πρωταγωνιστής στο έργο είναι κυριολεκτικά τα βιβλία, ο Μοσχόπουλος επιλέγει να τα δει και μέσα από μια μεταφορική έννοια. «Το βιβλίο έχει μια συμβολική σημασία. Δεν είναι μόνο το βιβλίο αυτό καθ’ εαυτό. Είναι ο χρόνος που αφιερώνεις στα πράγματα που αγαπάς, σε οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει κάποια σημασία για σένα. Είναι γενικά για εμένα πολύ σημαντική αυτή η σχέση με τον χρόνο. Αν σκεφτείτε ότι το βιβλίο στην ανάγνωσή του έχει ένα πολύ υποκειμενικό χρόνο, δηλαδή εμείς αποφασίζουμε πόσο αργά ή γρήγορα θα διαβάσουμε κάτι, πόσο χώρο θα δώσουμε στη φαντασία μας. Είναι εντελώς στο χέρι μας. Οταν παρακολουθείς τηλεόραση, όταν είσαι πια παγιδευμένος στα social media, στα οποία ο μέσος όρος χρόνου που αφήνεις είναι ελάχιστα δευτερόλεπτα σε κάθε πληροφορία ή σε κάθε εικόνα, σου επιβάλλεται αυτή η ταχύτητα. Ασθάνεσαι ότι η βραδύτητα αποτελεί κάτι εφιαλτικό, ενώ στην ουσία είναι αυτό που συνδυάζεται με την απόλαυση. Δημιουργείται μια έξη στο άγχος. Δεν μπορούμε λοιπόν να ζήσουμε με τη χαλαρότητα που η φύση η ίδια μ’ έναν τρόπο ζητεί κι επιβάλλει. Θέλουμε να είμαστε πιο γρήγοροι από τις μηχανές που κατασκευάζουμε» προσθέτει ο Μοσχόπουλος.
Ποια σχέση έχει άραγε ο ίδιος με την ανάγνωση; «Διαβάζω πολύ. Τον τελευταίο καιρό είχα φτάσει να διαβάζω μόνο πράγματα που αφορούν τη δουλειά. Αρχισα σιγά σιγά εδώ και μια διετία να αφιερώνω ξανά λίγο χρόνο στην προσωπική μελέτη που, παρόλο που μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για κάτι που θα συνδεθεί αργότερα με τη δουλειά, είναι μια πολυτέλεια την οποία δεν την έχασα ευτυχώς μέσα στα χρόνια. Θα ήθελα περισσότερο χρόνο για να διαβάζω ακόμα περισσότερο. Είναι κάτι που αγαπώ πολύ και είναι ίσως ένας προσωπικός χρόνος που επιτρέπω στον εαυτό μου, που, ενώ παραμένω συνδεδεμένος με κάτι, είναι κάτι που είναι καθαρά δικό μου, προσωπικό και το μοιράζομαι αφότου έχω ολοκληρώσει τη διαδρομή. Είναι πολύ μεγάλη απόλαυση για εμένα η ανάγνωση» δηλώνει ο δημιουργός.
Βυθισμένος στον κόσμο των βιβλίων εντός κι εκτός σκηνής, ο σκηνοθέτης λέει πως διαβάζει τα πάντα. Ωστόσο, τώρα την καρδιά του έχει κλέψει ένα μυθιστόρημα. «Τον τελευταίο καιρό έβαλα μεγάλα στοιχήματα με τον εαυτό μου να διαβάσω τα μεγάλα αδιάβαστα βιβλία που είχα. Διαβάζω με προσήλωση τεράστια και με παράλληλη ανάγνωση άλλων συνοδευτικών κειμένων τον Οδυσσέα” του Τζόις και τον απολαμβάνω απίστευτα, γιατί ακριβώς έδωσα όλη την πολυτέλεια του χρόνου να το διαβάσω με όλη τη λεπτομέρεια. Είναι ένα πράγμα που από τον Ιούλιο που ξεκίνησε, γιατί το διαβάζω πάρα πολύ αργά για να μπορώ να το απολαμβάνω, επειδή είναι τόσο πυκνό, είναι σαν να είναι από τις νησίδες ασφαλείας της καθημερινότητάς μου» καταλήγει ο καλλιτέχνης.
Info: «Φαρενάιτ 451», κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Πόρτα (Μεσογείων 59, Αθήνα, τηλ. 210-7711.333, είσοδος 8-15 ευρώ).