Δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε γίνεται πιο διδακτική και συγκινητική η ιστορία, όταν ανακαλείς εκ των υστέρων περιστατικά που έχουν πια καταχωριστεί στα κιτάπια της, όταν σε εξέλιξη τα γεγονότα που τη συγκροτούν δίνουν ήδη μια πρόγευση του πώς πρόκειται να τα αντιμετωπίσει κανείς στο μέλλον. Και όταν λέμε «ιστορία» δεν εννοούμε μόνο τα εθνικής ή παγκόσμιας εμβέλειας γεγονότα, τα προορισμένα να επιζήσουν, ακόμη και αν συνειδητά επεδίωκε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς να σβήσει τόσο από τη μνήμη των ανθρώπων όσο και στην καταγεγραμμένη τους μορφή. Αναφερόμαστε σε πολύ μικρότερης σημασίας γεγονότα που με τον τρόπο τους έχουν γίνει ιστορία, έστω και αν συνδέονται με συγκεκριμένους ανθρώπους, όμως το χνάρι τους είτε από μια εύνοια της μοίρας είτε από μια συγκυρία, τόσο πολυτιμότερη γιατί προέκυψε ανεπιδίωχτα, το αναγνωρίζεις σε κάθε σου βήμα.
Στα τριάντα χρόνια από τον θάνατο της πεζογράφου Ελλης Αλεξίου που συμπληρώνονται φέτος, η μνήμη συνειδητά ή ασύνειδα στρέφεται σε ανθρώπους διαρκώς παρόντες, αν και συχνά λησμονημένους, καθώς τη ζωή της δημιουργού του «Γ΄ Χριστιανικού Παρθεναγωγείου» είναι αδύνατον να τη δεις ανεξάρτητη από μια πλειάδα ανθρώπων είτε πρόκειται για τον Νίκο Καζαντζάκη είτε για τον τραγουδοποιό Παύλο Σιδηρόπουλο. Με τον Καζαντζάκη να έχει υπάρξει πρώτος σύζυγος της αδερφής της, της επίσης πεζογράφου Γαλάτειας Καζαντζάκη, μια συζυγία τόσο καταλυτική, όσο τουλάχιστον ζούσαν στην Κρήτη, αν σκεφτεί κανείς πως είχαν επιλέξει για ψευδώνυμά τους τα ονόματα «Πέτρος Ψηλορείτης» και «Πετρούλα Ψηλορείτη».
Συζυγία όχι μόνο καταλυτική αλλά και θυελλώδη, χωρίς να μπορεί να αποφανθεί κανείς αν ήταν ο χωρισμός τους που έκανε τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (αν και εν των μεταξύ είχε γίνει γνωστή πανελλήνια ως συγγραφέας με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη) να επιφυλάξει μια όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση στον δημιουργό του «Καπετάν Μιχάλη» με το βιβλίο της «Ανθρωποι και υπεράνθρωποι». Ή αν είχε συμβάλει και το γεγονός ότι ο πατέρας Αλεξίου μετέφερε (μιλάμε για τις αρχές του προηγούμενου αιώνα) από το Ηράκλειο της Κρήτης στην Αθήνα το τυπογραφείο του, έχοντας πειστεί γι’ αυτή τη μεταφορά από τον Καζαντζάκη ώστε ο ίδιος και η γυναίκα του – η κόρη του Αλεξίου δηλαδή – να έχουν την ευχέρεια να τυπώνουν καθετί που γράφουν. (Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία της Ελλης Αλεξίου, τα μηχανήματα του τυπογραφείου έμειναν ανενεργά για χρόνια σε αποθήκες του Πειραιά).
Και ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Τώρα πια η εξέλιξη θυμίζει περισσότερο υπόθεση μιας κινηματογραφικής ταινίας, παρά κάτι που συνέβη στην πραγματικότητα, όσο και αν τα ίδια τα γεγονότα έχουν καταγραφεί άλλοτε με τη μορφή της μαρτυρίας και άλλοτε με τη μορφή της μυθιστορηματικής ανάπλασής τους. Τέσσερα στο σύνολό τους τα παιδιά του τυπογράφου Αλεξίου, η Γαλάτεια, η Ελλη, ο Λευτέρης και ο Ραδάμανθυς, ο τελευταίος θα παντρευτεί την Αναστασία, την κόρη του ανθρώπου που είχε ως πρότυπό του ο Καζαντζάκης προκειμένου να γράψει τον «Αλέξη Ζορμπά». Εγγονός της Αναστασίας ο Παύλος Σιδηρόπουλος, μοιραία αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό η βαθιά μελαγχολία του γνήσια επαναστατημένου αυτού τραγουδοποιού μπορεί να ανιχνευτεί στις ρίζες ενός δέντρου που με τους χυμούς του άρδευσε και εξακολουθεί να ποτίζει όλη την Ελλάδα.