Ας πούμε ότι το τραβάει πράγματι το σκοινί. Αλλά αν πρέπει να χρεωθεί στον Ζόραν Ζάεφ ότι τραβάει το σκοινί, θα πρέπει να του πιστωθεί συγχρόνως ότι το τραβάει χωρίς να φοβάται ότι θα σπάσει. Θα πρέπει να του αναγνωρισθεί πως όταν λέει πως η «μακεδονική γλώσσα», η δική του γλώσσα, «μπορεί και να διδάσκεται κάποια στιγμή στα ελληνικά σχολεία», δεν πιστεύει πως ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να τινάξει στον αέρα τη συμφωνία που υπέγραψε με τον Αλέξη Τσίπρα στις Πρέσπες.
Η εξήγηση αυτής της άγνοιας κινδύνου μπορεί να βρίσκεται στην υπερβολική αυτοπεποίθηση του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ. Μπορεί ο Ζάεφ να πιστεύει, πολύ βαλκανικά, ότι συνομιλεί με τη μεγάλη Ιστορία – με μια Ιστορία που έχει ήδη γραφτεί και δεν διαγράφεται. Ή, εξίσου πολύ βαλκανικά, να λέει τα πάντα για να πετύχει τον σκοπό του, όπως θα υποσχόταν τα πάντα για να πετύχει κάτι. Αλλά όποια και να είναι η εξήγηση, η ουσία είναι ότι ο Ζάεφ έχει φτάσει πολύ κοντά στην πηγή για να μην πιει νερό. Και κατάφερε να φτάσει με ένα δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου έδειξε ότι η Ιστορία μπορεί και να του είχε γυρίσει την πλάτη.
Λίγο πριν από την πηγή της τελευταίας ψηφοφορίας στη Βουλή της χώρας του, ο Ζάεφ τράβηξε το σκοινί με λίγο αλυτρωτικό μασάζ στους βουλευτές της ΠΓΔΜ. Δεν είναι η πρώτη φορά που πάτησε στην ελληνική περιοχή όπου ενεργοποιούνται αμέσως τα εθνικά αντανακλαστικά – είτε με τίτλους στα μέσα ενημέρωσης περί «πρόκλησης» είτε με τις μετριοπαθείς επισημάνεις του Προέδρου της Δημοκρατίας περί «καλών λογαριασμών που κάνουν τους καλούς φίλους». Δεν θα είναι ασφαλώς ούτε η τελευταία. Οι συμφωνίες παράγουν αποτελέσματα. Και μπορεί τα «μακεδονικά» να μη διδαχθούν ποτέ στα ελληνικά σχολεία επειδή δεν υπάρχουν μαθητές για να τα διδαχθούν, αλλά η γλώσσα αυτή την επομένη της συμφωνίας θα υπάρχει. Στην ΠΓΔΜ αυτή τη γλώσσα θα μιλάνε. Και οπουδήποτε αλλού κάποιοι μπορεί να θελήσουν να τη μάθουν.