Ας υποδυθώ για λίγο τη γιαγιά μου. Που ήταν σαν τις γιαγιάδες όλων μας. Η δική μου, συγκεκριμένα, δεν ήταν πρώτης γραμμής μαγείρισσα κυρίως διότι αρνιόταν να υιοθετήσει τις καινούργιες, τότε, τεχνικές. Επαιζε όμως στα δάχτυλα, όπως όλες οι «παλιές», το νόημα της νοστιμιάς. Γενιές νοικοκυρών που, σε αντίθεση με τις σημερινές, το άγχος τους δεν ήταν να κάνουν το φαγητό «διαφορετικό», ούτε πρωτότυπο, ούτε αποδομημένο, ούτε διαιτητικό, ούτε «με ένα twist ξένης κουζίνας», ούτε ωραίο στο μάτι. Ωραίο στον ουρανίσκο το ήθελαν. Απολαυστικό. Και, οι περισσότερες, το κατάφερναν εμπειρικά, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να δώσουν επακριβώς μια συνταγή. Μαγείρευαν με μπούσουλα εκείνο το περιβόητο «…και λάδι όσο σηκώσει».
Είναι λοιπόν σαν να την ακούω να λέει: «Τι τα θέτε αυτά τα λάδια που βρωμοκοπάνε με τις άσπρες και τις μαύρες τρούφες. Πήραν τα μυαλά σας αέρα και δεν σας αρέσει το ωραίο το λαδάκι το ελληνικό».
Το λαδάκι το ελληνικό. Τροφή πανάρχαια αλλά και σύμβολο. Το «υγρό χρυσό» του Ομήρου, ο «μεγάλος θεραπευτής» του Ιπποκράτη. Κυρίως όμως το μέλημα του οικογενειάρχη στις μεγάλες και επαναλαμβανόμενες περιόδους φτώχειας που έχει περάσει αυτός ο τόπος. «Να ‘ναι γεμάτο το μπουκάλι του λαδιού», έφτανε αυτό για να πιστοποιήσει, σε άλλες εποχές, μια υποτυπώδη ευμάρεια. Κι εκείνος ο λαδοτενεκές που έφτανε με τα λεωφορεία από την επαρχία, ο ισχυρότερος δεσμός με το χωριό, με την πατρίδα. Δεν είναι μόνο οι δεκάδες παροιμίες που καταγράφουν τη θέση που έχει το λάδι όχι μόνο στη διατροφική μας παράδοση, αλλά και στις κοινωνικές αναφορές αυτού του τόπου. Είναι τα σημερινά, νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, αυτά τα τυπάκια με τις λοξές φράντζες και τα μοντέρνα ρούχα, που σου λένε πια με υπερηφάνεια ότι δεν θα βρεθείτε το Σαββατοκύριακο γιατί θα πάνε στο χωριό να βοηθήσουν τους δικούς τους να μαζέψουν τις ελιές.