Εδώ και περίπου δυόμισι χρόνια, πίνω εκεί, σχεδόν καθημερινά, τον πρωινό καφέ μου. Ενα καφέ στο Κουκάκι, Καλλιρρόης και Δημητρακοπούλου γωνία, απέναντι από την παιδική χαρά, μπροστά σε στάση τρόλεϊ, κόμβος. Κρίκος αλυσίδας, δεν έχει σημασία ποιας. Εδώ και δυόμισι χρόνια παρακολουθώ τους εργαζομένους του, είναι όλοι τους νέοι, ανάμεσα στα 20 και τα 30. Πέρα από την άριστη ποιότητα του καφέ, πιάνω τον εαυτό μου να θαυμάζει, ενίοτε, την αρμονική συνεργασία τους, την έμφυτη ευγένειά τους, την όρεξή τους για δουλειά, την αποδοτικότητα και τον επαγγελματισμό τους. Η περιέργεια με γαργαλά, θέλω να μάθω πώς ένα μέρος που παλαιότερα βούλιαζε στην παρακμή και την αφάνεια μεταμορφώθηκε σε μια αξιοζήλευτη επιχείρηση, στην οποία πηγαίνω κάθε μέρα και όταν για κάποιους λόγους απουσιάσω, μου λείπει.
Το μαγαζί έτσι όπως το ξέρω άνοιξε μέσα στον πυρετό της οικονομικής κρίσης, τον Δεκέμβριο του 2015, και ενώ η χώρα είχε γονατίσει από τα capital controls του ΣΥΡΙΖΑ. Με οικονομικές σπουδές στο Πάντειο (που ειρωνικά βρίσκεται ακριβώς απέναντι), ο Φώτης, το αφεντικό, ήθελε να ξεφύγει από την οικογενειακή επιχείρηση ρούχων που διατηρούσε μαζί με τη μητέρα του στην Καλλιθέα. Οχι ότι δεν του άρεσε. Απλώς, ήθελε την ανεξαρτησία του σε μια εποχή που πολλά νέα παιδιά (ίσως όχι και τόσο νέα) όχι μόνο δεν ήθελαν ανεξαρτησία, αλλά στρέφονταν προς την «ασφάλεια» των γονιών, των γιαγιάδων και των παππούδων τους. Γνωρίζοντας καλά το ρούχο, ο Φώτης προσανατολίστηκε προς την ανεύρεση ανάλογου χώρου. Ομως τελικά – και αυτό είναι το ενδιαφέρον – ο ίδιος ο χώρος, όταν τον βρήκε, ήταν που τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να στραφεί προς τον καφέ, τομέα, παρεμπιπτόντως, για τον οποίο δεν είχε ιδέα (ο ίδιος δεν πίνει καν καφέ).
Ηταν μεγάλο ρίσκο. Αλλά το πήρε. Γιατί; «Γιατί δεν έχει σημασία τι πουλάς, αλλά η σχέση που αναπτύσσεις με αυτόν που το πουλάς» είναι η άποψη του Φώτη. «Η συναλλαγή. Η ανθρώπινη επικοινωνία» (θετικό στοιχείο εδώ, η οικογενειακή υποστήριξη την οποία είχε).
Επιστρέφω στην ομαδικότητα. Στο μαγαζί εργάζονται οκτώ άνθρωποι, μαζί με τον Φώτη εννιά. Εναν, τον Χρήστο, ο Φώτης τον γνώριζε από το γυμνάσιο. Εναν άλλο, τον Κώστα, τον γνώριζε από το μαγαζί από το οποίο ο ίδιος ο Φώτης παράγγελνε καφέδες για τις πελάτισσες του μαγαζιού της μητέρας του στην Καλλιθέα. Οταν άνοιξε τη δική του επιχείρηση, τον πήρε κοντά του χωρίς να τον «κλέψει» από το άλλο μαγαζί – ο Κώστας είχε ήδη αποδεσμευτεί. Το ίδιο συνέβη με τον Γιάννη που φτιάχνει καφέδες και δούλευε στην ίδια αλυσίδα. Το τιμ συμπληρώνουν ο Κωνσταντίνος, ο Θεόφιλος, ο Τίτος (Σαγιάτ – είναι Αιγύπτιος), ο Ιντο και ο Μάριος.
Η μεγάλη άνοδος στο μαγαζί του Φώτη σημειώθηκε όταν έφερε όλα αυτά τα παιδιά από την περιοχή του Κουκακίου. Προσέξτε νοοτροπία: «Ενας delivery δεν είναι μόνον ο μεταφορέας του προϊόντος, είναι και κατά κάποιον τρόπο ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων του μαγαζιού. Υπάρχουν πελάτες που παίρνουν από μαγαζιά επειδή έχουν αναπτύξει σχέση με τους delivery. Οπως επίσης υπάρχουν delivery μαγαζιών που έκλεισαν οι οποίοι “μετέφεραν” τους πελάτες του μαγαζιού αυτού στη νέα δουλειά τους. Πάρα πολλοί πελάτες ούτε εμένα ξέρουν ούτε το μαγαζί μου. Ξέρουν όμως τους delivery».
Ενδεχομένως περιπτώσεις σαν του Φώτη και της ομάδας του να υπάρχουν πολλές και είναι θετικό που υπάρχουν διότι αποτελούν πρότυπο υγιούς μικροεπιχείρησης σε μια χώρα στην οποία η γρίνια για την οικονομική κρίση και την ανεργία είναι κοινός τόπος. Τα χρήματα ίσως να μην είναι πολλά, είναι όμως αρκετά και όλοι δείχνουν, αν όχι ευτυχισμένοι, ικανοποιημένοι. «Θα μπορούσα να βρω delivery με λιγότερα χρήματα, αλλά γιατί να το κάνω;» αναρωτιέται ο Φώτης. «Ξέρουν ότι τους δίνω ό,τι καλύτερο μπορώ και ξέρω ότι μου δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Τι νόημα θα είχε να γλιτώσω μερικά ευρώ και να μην έχω το κεφάλι μου ήσυχο;».