Ο πρωθυπουργός της FYROM προβαίνει σε αναφορές που κινούνται εκτός του πνεύματος της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκαλώντας το αίσθημα των Ελλήνων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι, εφόσον συνειδητά παρρεκλίνει του γράμματος των Πρεσπών, αν μας προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει. Αλλωστε, είναι αναμενόμενο να δίνονται διαφορετικές ερμηνείες, δεδομένου ότι κάποια σημεία της Συμφωνίας παρέμειναν ασαφή προκειμένου να προκύψει ένας ισορροπημένος συμβιβασμός. Αυτό προφανώς έγινε εν γνώσει των κυβερνήσεων, με (στιγμιαία;) συνεργατική διάθεση και υπό την παρότρυνση μέρους του ξένου παράγοντα – εφόσον το ονοματολογικό συνδέθηκε με ευρύτερες επιδιώξεις, όπως η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής. Σήμερα, όμως, ο Ζάεφ σε αρκετές περιπτώσεις αφαιρεί το προσωπείο του μετριοπαθούς (που όντως είναι σε σχέση με το μεγαλύτερο κομμάτι της πολιτικής ελίτ της γείτονος) και στη θέση του φοράει αυτό του σκληροπυρηνικού υπερασπιστή των δικαιωμάτων των «Μακεδόνων», εντός και εκτός χώρας.
Ακόμη και αν ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ ενίοτε υιοθετεί ακραίες απόψεις χάριν της εξασφάλισης της πλειοψηφίας των 2/3, ώστε να υλοποιήσει τη συνταγματική αναθεώρηση, αυτή η ανάγκη του καταδεικνύει πως ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός όχι μόνο δεν έχει κοπάσει, αλλά και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα στο εσωτερικό της γείτονος. Διότι σε διαφορετική περίπτωση ο συνήθως «μετρημένος» Ζάεφ δεν θα υποχρεωνόταν σε λεκτικά ολισθήματα, επιβεβαιώνοντας πως τα απτά οφέλη της συμφωνίας με την Ελλάδα δεν είναι αρκετά για να συγκρατήσουν τον αλυτρωτισμό τους. Και εδώ το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούν αυτοί να προβούν σε ενέργειες εις βάρος της Ελλάδας, αλλά αν τρίτες δυνάμεις στο μέλλον υποδαυλίσουν εντάσεις, χειραγωγώντας την εθνική συνείδηση των γειτόνων που βασίζεται στην επινόηση του μακεδονισμού. Οταν ακόμη πριν από την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών παρατηρούμε φαινόμενα απόκλισης από τα συμφωνηθέντα, τότε γεννιέται το ερώτημα αν ο συμβιβασμός θα είναι εντέλει λειτουργικός και βιώσιμος.
Ούτως ή άλλως, είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η ιδεολογία του εθνικισμού πατάσσεται απλά και μόνο με μια γραπτή συμφωνία, ακόμη και αν αυτή έχει τη σφραγίδα του ΟΗΕ. Προς τούτο, οι Πρέσπες καθίστανται ένα πείραμα: μια ισχυρή Ελλάδα που θα συμβάλλει συστηματικά στη σταθεροποίηση και την ευημερία της FYROM (κομβικός ο ρόλος του λιμανιού της Θεσσαλονίκης), που θα προσφέρει την τεχνογνωσία της για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και ό,τι άλλο απαιτείται για να βρεθούν εν ευθέτω χρόνω οι γείτονες στην ευρωπαϊκή οικογένεια, που θα αναλάβει την εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας δύναται να μετριάσει τον ανθελληνισμό και κατά συνέπεια να αισθάνεται πιο ασφαλής. Αντιθέτως, αν οι βόρειοι γείτονες μας καθηλωθούν στις εθνοτικές αντιθέσεις και την οικονομική δυσπραγία, παραμένοντας μακριά από την ΕΕ, τόσο το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» θα ευδοκιμεί και αυτοί θα καθίστανται ευάλωτοι σε επιρροές άλλων δυνάμεων. Ετσι, η Συμφωνία των Πρεσπών (εφόσον ολοκληρωθεί) δεν είναι παρά μόνο η αρχή ενός ανηφορικού δρόμου που ενδέχεται να αποδειχθεί αδιέξοδος.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»