Οι άφθες είναι το πιο συχνό και γνωστό νόσημα του στόματος, παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος ονομάζει «άφθες» κάθε μεταβολή ή νόσο που εμφανίζεται στο στόμα, με τους ειδικούς εντούτοις να εφιστούν την προσοχή.
Συγκεκριμένα, από άφθες θα ταλαιπωρηθεί κάποια στιγμή στη ζωή του το 5%-20% περίπου του πληθυσμού. Τη συχνότητα της νόσου διαβεβαιώνουν άλλωστε οδοντίατροι και γιατροί οι οποίοι έχουν δεχθεί επανειλημμένα ασθενείς που βιώνουν έντονο πόνο και ζητούν απεγνωσμένα θεραπεία.
Ομως, «πρέπει να γνωρίζουμε ότι στο στόμα απαντούν πάνω από 1.200 νοσήματα (τοπικά και συστηματικά), ανάμεσα σ’ αυτά και νοσήματα που απειλούν τη ζωή» υπογραμμίζει ο αναπληρωτής καθηγητής Στοματολογίας της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Στοματολογίας, Γιώργος Χ. Λάσκαρης, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία της σωστής διάγνωσης.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ. Στο πλαίσιο αυτό, ο ειδικός αναλύει ορισμένα ενδεικτικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τις άφθες. Ειδικότερα, πρόκειται για ένα οξύ φλεγμονώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ενός ή περισσότερων ελκών (πληγές) που έχουν στρογγυλό σχήμα, λευκοκίτρινη επιφάνεια και ερυθρή περιφέρεια.
Το κύριο χαρακτηριστικό εξάλλου είναι ο δυνατός πόνος και η συχνή επανεμφάνιση. Τα έλκη διαρκούν συνήθως μία έως δύο εβδομάδες, επουλώνονται μόνα τους και δεν είναι επικίνδυνα για τη ζωή.
«Οι άφθες χωρίζονται σε τρεις μορφές: μικρές άφθες, μεγάλες άφθες και ερπητόμορφα έλκη. Η διάκριση αυτή πρέπει να γίνει από τον ειδικό στοματολόγο για να μην υπάρξει σύγχυση με άλλες αρρώστιες που παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα» σημειώνει ο Γιώργος Χ. Λάσκαρης.
Πάντως, το ακριβές αίτιο των αφθών εξακολουθεί να είναι άγνωστο. «Εντούτοις, αρκετοί παράγοντες έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση, χωρίς όμως να είναι βέβαιος ο ρόλος τους. Από πρόσφατες μελέτες φαίνεται ότι ο συνδυασμός παραγόντων παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου, με επικρατέστερους τη γενετική προδιάθεση, ιούς, τον τραυματισμό του βλεννογόνου του στόματος και κυρίως διαταραχές του ανοσολογικού μηχανισμού και ιδιαίτερα των λεμφοκυττάρων».
Σε κάθε περίπτωση, ο ειδικός επισημαίνει ότι η παρουσία αφθών στο στόμα δεν είναι πάντα ένα αθώο, επώδυνο γεγονός, αλλά μπορεί να κρύβει κάτι πιο σοβαρό. Συχνά σοβαρά ή ήπια νοσήματα εμφανίζουν άφθες στο στόμα ή βλάβες που ομοιάζουν με άφθες, όπως είναι για παράδειγμα νοσήματα του αίματος (λευχαιμία, ουδετεροπενία) ή του πεπτικού συστήματος (π.χ. ελκώδης κολίτιδα), ιογενείς λοιμώξεις ή ακόμη και τραυματισμοί στο στόμα.
«Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να χαρακτηρίζονται ως “άφθες” πολυάριθμες άλλες αρρώστιες και να παραμένουν χωρίς σωστή θεραπεία για πολύ καιρό, με αρνητικές συνέπειες για την υγεία» καταλήγει ο Γιώργος Χ. Λάσκαρης.
ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία, έχει γίνει σημαντική πρόοδος τα τελευταία χρόνια στη συμπτωματική αντιμετώπιση. «Οι στόχοι της θεραπείας είναι τρεις: πρώτον, ο περιορισμός του πόνου, δεύτερον, ο περιορισμός της διάρκειας παραμονής των βλαβών και, τρίτον, η επιμήκυνση του χρόνου επανεμφάνισης των βλαβών ή ακόμη μη επανεμφάνιση. Για να πετύχουμε τους στόχους αυτούς διαθέτουμε σήμερα αρκετά μέσα. Τη θεραπεία μπορεί να τη χωρίσουμε σε τοπική και συστηματική. Η τοπική έχει στόχο να περιορίσει τον πόνο και τη διάρκεια της βλάβης. Τα τοπικά μέσα θεραπείας έχουν κατά κανόνα περιορισμένη δράση, με πιο αποτελεσματική τη χρήση τοπικά αλοιφής κορτικοστεροειδούς σε ειδικό έκδοχο (orabase) που την κάνει ικανή να κολλάει πάνω στη βλάβη» εξηγεί ο Γιώργος Χ. Λάσκαρης.
Σε ό,τι αφορά τη συστηματική θεραπεία, αυτή συνιστάται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε πολύ μεγάλες άφθες που διαρκούν έναν με δύο μήνες, αλλά και σε περιπτώσεις όπου οι υποτροπές των βλαβών είναι συνεχείς ώστε η ποιότητα ζωής του ασθενούς να είναι βασανιστική από τον συνεχή πόνο στο στόμα που διαταράσσει την καθημερινότητά του.
«Η συστηματική χορήγηση φαρμάκων (κορτικοστεροειδή, θαλιδομίδη, πεντοξυφυλλίνη, δαψόνη κ.ά.) πρέπει να γίνεται πάντα από ειδικό στοματολόγο και να λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν παρενέργειες από τη λήψη των φαρμάκων. Η σωστή χορήγηση κατά περίπτωση των φαρμάκων αυτών προσφέρει τις πιο πολλές φορές σημαντική βοήθεια» καταλήγει ο ειδικός.