Ο Ζόραν Ζάεφ έδωσε από βήματος του σκοπιανού Κοινοβουλίου τα «μακεδονικά» του διαπιστευτήρια στο Σώμα μιλώντας για τη διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας και τους «Μακεδόνες του Αιγαίου». Ιδωμένες από την άλλη πλευρά των συνόρων, οι δηλώσεις του έχουν λογική. Στην πολιτική, όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις, πιο εύκολα δέχεται κάποιος όσα του λέει όποιος ανήκει στη φυλή του. Κι ο Ζάεφ δεν έχει ακόμη πείσει 100% την εθνική του αντιπροσωπεία για τα οφέλη της συμφωνίας του με τον Τσίπρα. Οπως εύλογη είναι και η αντίδραση της Πειραιώς, διαβασμένη μέσα από το πρίσμα όσων συμβαίνουν στην ελληνική πλευρά του Βαρδάρη. Η ΝΔ σήκωσε το θέμα με μια on camera δήλωση του αρχηγού της. Σύμφωνα με τον Μητσοτάκη, όσα είπε ο σκοπιανός πρωθυπουργός επιβεβαιώνουν το αντιπολιτευτικό επιχείρημα του κόμματός του: «Οτι αναγνώριση της δήθεν μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας ανοίγει το κουτί της Πανδώρας για την αναβίωση όλων των ανιστόρητων αλυτρωτικών διεκδικήσεων των Σκοπίων». Οι νεοδημοκράτες, λοιπόν, φοβούνται μήπως υπάρξουν ισχυρισμοί για μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα.

Ανάδελφοι

Ορισμένοι γαλάζιοι επικαλούνται και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, έναν πολιτικό που κανείς δεν αμφισβητεί ότι ήθελε να λύσει το Σκοπιανό. Εκείνος, λοιπόν, έλεγε – όπως σημειώνουν – ότι «το χειρότερο στη διαπραγμάτευση με τους γείτονες θα ήταν να δημιουργηθούν συνθήκες δεύτερης μειονότητας στην Ελλάδα». Εχοντας αυτή την επισήμανση του επίτιμου στο μυαλό του, επιμένουν οι ίδιες πηγές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε την τωρινή γραμμή της ΝΔ στο Μακεδονικό, περί μη κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Και είπε σε όσους συνομιλούν καθημερινά μαζί του πως έχει ήσυχη τη συνείδησή του για τη συγκεκριμένη του απόφαση. Σύμφωνοι. Ας δεχθούμε ότι εδώ είναι Βαλκάνια και κάπου υπάρχει θαμμένη η πυρίτιδα του αλυτρωτισμού. Ακόμη κι αν ξεθαφτεί, πόσες πιθανότητες έχει μια χώρα σαν τη γειτονική να ξαναχαράξει τα σύνορά της με ένα κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ειδικά όταν επιθυμεί κι εκείνη να γίνει μέλος αμφοτέρων των κλαμπ; Και πόσες, εφόσον γίνει; Μηδαμινές. Εκτός, βέβαια, αν αυτό το κράτος αρχίσει πάλι να συμπεριφέρεται ως η πολιτική έκφραση ενός έθνους ανάδελφου.