Πάνε δέκα χρόνια. Στρογγυλή επέτειος και αιχμηρή συγχρόνως. Σαν σπασμένο γυαλί. Η σφαίρα που σκότωσε εκείνο το βράδυ τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο ήταν, συγχρόνως, μία βόμβα στην κανονικότητα της χώρας. Ή τουλάχιστον, σε αυτό που είχαμε μάθει να θεωρούμε κανονικότητα. Η δολοφονία ενός παιδιού από έναν αστυνομικό, κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες, δεν χωράει ελαφρυντικά. Ηταν φυσικό να ξεσηκώσει ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας που τα απόνερά του έφθασαν σαρωτικά μέχρι το εξωτερικό. Και στους δρόμους έπρεπε να κατεβεί ο κόσμος και να αντιδράσει στην αυθαιρεσία της αστυνομική βίας και να γίνει η κηδεία του Αλέξη παλλαϊκή συγκέντρωση. Μέσα σε αυτήν την απολύτως ορθή, κοινωνικά και πολιτικά, κινητοποίηση, βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει η τυφλή παραφορά της μπαχαλοποίησης.
Θα ήταν, θεωρώ, τουλάχιστον αφελής όποιος πιστεύει ότι αυτό το «τρύπωμα» ήταν τυχαίο. Ή αυθόρμητο. Οταν κατεβαίνεις το μεσημέρι να διαμαρτυρηθείς για τη δολοφονία του συμμαθητή, του φίλου σου ή ενός παιδιού που θα μπορούσε να είναι το δικό σου, δεν καταλήγεις το βράδυ να σπας βιτρίνες και να καις μικροπεριουσίες επιχειρηματιών. Αρα; …Αν αυτό αποτελούσε υλικό για σενάριο ταινίας – όχι fiction, μάλλον cinema verite – στο σημείο αυτό θα εμφανίζονταν στην οθόνη δυο – τρεις τύποι σε ένα γραφείο, με καμιά ντουντούκα ξεχασμένη κάπου στο βάθος, οπαδοί του μαοϊκού «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» (θυμόμαστε πώς και γιατί το έχει αναπαραγάγει ο Πρωθυπουργός) που θα έλεγαν «Βρε μήπως;», «Βρε λες;»… Τα υπόλοιπα επαφίενται στη φαντασία του θεατή. Εξαρτάται βέβαια από ποια πλευρά στέκεται, όπως, επίσης, διατυμπανίζει ο Αλέξης Τσίπρας ως προς τη χρησιμότητα των μολότοφ.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου μας εξοικείωσαν με τη βία του πεζοδρομίου. Της έδωσαν μόνιμη θέση στο δελτίο συμβάντων. Από κει και πέρα το «Να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», μία πλατεία δρόμος. Μόνο που σε μια χώρα με καμένη Βουλή, θα δολοφονούνταν καθημερινά Γρηγορόπουλοι. Από αστυνομικούς ή πολιτοφύλακες.